Ὅταν
δυὸ ἀδέλφια, ποὺ μεταξύ τους συνδέονται μὲ δεσμοὺς ἐξ αἵματος, πιὸ πάνω
ἀπὸ τὴν ἀδελφοσύνη βάζουν τὴν πλεονεξία, ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἀλλάξει
γνώμη καὶ νὰ τοὺς συμβιβάσει; Ἡ πλεονεξία ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ
ἀνθρώπου κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τὰ
ἀδέλφια. Καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅλοι ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι ἀφροσύνη καὶ
ὁδηγεῖ σὲ ψυχικὸ καὶ σωματικὸ ὄλεθρο, διηγήθηκε τὴν παραβολὴ τοῦ
«ἄφρονος πλουσίου».
Ἡ
συμπεριφορὰ τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι ἀφροσύνη. Διότι
πρῶτον λησμονεῖ τὸν Θεὸ τὴν ὥρα τῆς εὐφορίας τῶν ἀγρῶν του. Λησμονεῖ ἢ
μᾶλλον δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι, ἂν Ἐκεῖνος δὲν
θέλει, ὅσο καὶ ἂν κοπιάσει, οὔτε οἱ ἀγροί του οὔτε τὰ χωράφια του θὰ
ἀπέδιδαν καρπούς οὔτε οἱ ἐλιές του σταγόνα λάδι. Δεύτερον λησμονεῖ ὅτι
ἔχει προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀθάνατη ψυχὴ καὶ ἔχει ὑποχρέωση νὰ τὴν
καλλιεργήσει. Ξεχνᾶ ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν διατρέφεται μὲ προϊόντα καὶ καρποὺς
τῆς γῆς καὶ ὑλικὰ μέσα. Ἔτσι γίνεται ὁ ἴδιος δολοφόνος τῆς ψυχῆς του. Τί
μεγάλη στ᾿ ἀλήθεια ἀφροσύνη. Ὅμως προχωρεῖ καὶ σὲ ἄλλη ἄφρονα ἐνέργεια ὁ
πλούσιος. Παραμελεῖ καὶ ἀγνοεῖ τοὺς συνανθρώπους του. Ἡ στάση του εἶναι
προκλητική. Χωρὶς συναίσθηση καὶ χωρὶς ντροπὴ τακτοποιεῖ τὰ ἔσοδα ἀπὸ
τὴν εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς του μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του «συνάξω πάντα
τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» ποῦ; «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ
μείζονας οἰκοδομήσω».
Ἀδελφοί
μου, γκρέμισε ὁ πλούσιος ἄφρων τὶς ἀποθῆκες του καὶ ἔκτισε μεγαλύτερες.
Κουράστηκε πολὺ ἕως ὅτου συνάξει ὅλα τὰ ἀγαθά του. Ξάπλωσε κατόπιν νὰ
ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἀγωνία καὶ γεμᾶτος αὐταρέσκεια
μονολογοῦσε: «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ ἔτη πολλά. Ἀναπαύου, φάγε,
πίε, εὐφραίνου». Ἡ ἀφροσύνη σὲ ὅλο τὸ δῆθεν «μεγαλεῖο» της, ἀφοῦ σὲ
αὐτὴν τὴν δῆθεν «μακαριότητα» ἀκούγεται φωνή, ποὺ μὲ σαφήνεια καὶ
καθαρότητα προσγειώνει στὴν πραγματικότητα τὸν ἄφρονα πλούσιο. «Ταύτη τῇ
νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ, ἃ δὲ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;»
Ἀνόητε ἄνθρωπε, ἐστήριξες τὴ ζωὴ στὸν πλοῦτο σου καὶ τὴν ἐλπίδα σου στὶς
ἀποθῆκες σου καὶ τὰ ἔκαμες θεό σου. Νόμισες τὸν πλοῦτο χορηγὸ πολλῶν
ἐτῶν ζωῆς, ἀλλὰ γελάσθηκες. Ναί, τὸν πλοῦτο σου τὸν ὁρίζεις. Τὴ ζωή σου
ὅμως ὁρίζει ἄλλος. Αὐτὸς ποὺ «ἀνιστᾷ καὶ ζωοποιεῖ, ἀνάγει ἐξ ἅδου καὶ
κατάγει».
Ὁ
πλούσιος τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἐναγώνιου κόπου. Ἀγωνιᾶ καὶ
ὑποφέρει σὲ ποιὸ τόπο καὶ χῶρο θὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἀπροσδόκητη
καρποφορία καὶ τὰ ἀγαθά του. Ἡ πλεονεξία του ἀποβλέπει στὴν προσωπική
του ἱκανοποίηση. Διάβηκε τὴ ζωὴ του μέσα σὲ μία συνεχῆ ἀγωνία ἀλλὰ καὶ
μὲ χαμένη τὴν ψυχή του.
Ἀδελφοί
μου, ἂς ἔχουμε πάντα στὸ μυαλό μας τὴ φράση τοῦ εὐαγγελίου «ταύτη τῇ
νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» καὶ ἂς ἀκούσουμε τὴν ὑπόδειξη
τοῦ Κυρίου μας «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἔρχεται». Τοῦτο ἰσχύει γιὰ ὅλους, πλουσίους καὶ φτωχούς. Ἄφρονες καὶ
συνετούς, ἔνθεους καὶ μή. Γιὰ τοῦτο «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε.
Προσευχή, ἔργα ἀγαθά, μετάνοια, θεία κοινωνία, ἀγάπη. Νά, ἡ καλύτερη
προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸν
χρόνο ποὺ ζήσαμε, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς ποὺ κάναμε.
«Μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ».
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, ἡ εὐαγγελικὴ πληροφορία «τὴν ψυχήν σου
ἀπαιτοῦσιν» ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς εἴτε εἴμεθα καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπο ἄφρονες
εἴτε εἴμεθα σώφρονες. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἶναι συνεχὲς αἴτημα στὴν προσευχή
μας: «Κύριε βοήθησον, ὥστε τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ
καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι», γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἡ ζωή μας καὶ τὰ τέλη μας
«χριστιανά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», χωρὶς ἀφροσύνη, ὥστε νὰ
ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου