|
|
||||||||||||||
Σήμερα
ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου.
Οἱ γνῶμες γιὰ ποὶος αὐτοκράτορας τὴν ἔκανε διίστανται, ἄλλοι λένε ὅτι
ἔγινε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Ἀρκάδιο καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὸ γιό του, Θεοδόσιο τὸν Β’.
Ἡ
τιμία Ζώνη μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
τοποθετήθηκε σὲ μία χρυσὴ θήκη. Ἡ θήκη αὐτή, ὀνομάστηκε Ἁγία Σωρός. Ὁ
βασιλιὰς Λέων ὁ Σοφός, ἄνοιξε τὴν Ἁγία Σωρό, μετὰ ἀπὸ 410 χρόνια γιὰ νὰ
ἐπικαλεσθεῖ τὴν Θεία Χάρη της, ἐπειδὴ ἡ σύζυγός του διακατείχετο ἀπὸ
ἕναν δαίμονα.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὴν προσκύνησαν, ὁ Πατριάρχης ἅπλωσε τὴν τίμια Ζώνη ἐπάνω στὴ βασίλισσα καὶ ἀμέσως ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. |
Κατάθεσις Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
|
|
||||||||||||||
Ἦταν,
ὅπως λέγουν, «ἀποστολικοὶς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σὰν πρεσβύτερος
ἀκόμα, διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη του εὐσέβεια, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν
ἀγαθότητά του.
Στὴν
Α’ Οἰκουμενικὴ σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὁ τότε
Πατριάρχης τὸν ἐξέλεξε ἀντιπρόσωπό του. Καὶ ὅταν στὴν Σύνοδο αὐτὴ
καταδικάστηκε ὁ Ἁρεῖος, ὁ Ἀλέξανδρος, ἂν καὶ γέροντας 70 χρονῶν, δέχθηκε
νὰ περιοδεύσει στὴν Θρᾴκη, Μακεδονία, Θεσσαλία καὶ στὴν ὑπόλοιπη
Ἑλλάδα, γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ γνωστοποιήσει τὰ ὀρθὰ δόγματα τῶν
ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἀλλὰ ἐνῷ βρισκόταν στὴν περιοδεία
αὐτή, ὁ πατριάρχης Μητροφάνης ἀπεβίωσε. Ὅρισε ὅμως διάδοχό του τὸν
Ἀλέξανδρο, διότι, παρὰ τὸ γῆρας του, εἶχε τὰ κατάλληλα ἐφόδια γιὰ τὴ
διακυβέρνηση τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς πρωτευούσης.
|
Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοπας
|
|
||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Μωυσῆς ἔζησε στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴν ἀρχὴ ἦταν ληστής. Ἀλλὰ τὸ φῶς
τῆς γνώσης καὶ τῆς μετανοίας δὲν ἄργησε νὰ φωτίσει τὸν δρόμο του. Ἡ
μεγάλη ἐπιείκεια ποὺ ἔδειξε πρὸς αὐτὸν κάποιος χριστιανός, ἐνῶ αὐτὸς τὸν
εἶχε βλάψει, ἐπέφερε στὸν Μωυσῆ ψυχικὴ ἀνακαίνιση.
Πίστεψε,
ἔγινε χριστιανὸς καὶ κατόπιν μοναχός. Ἀγωνίστηκε σκληρὰ μέσα στὴν ἔρημο
καὶ ἀπέκτησε μεγάλη πνευματικὴ σύνεση καὶ ἀρετή. Ἡ φήμη του ἔφερνε στὸ
ἐρημητήριό του πολλοὺς χριστιανούς, ποὺ ἄκουγαν μὲ δέος τὴ διδασκαλία
του κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κατάκρισης.
|
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς
|
|
||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γεννήθηκε στὸ Μονοδένδρι τῆς Αἰτωλοακαρνανίας,
ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ τοῦ ἔμαθαν τὰ πάντα γύρω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό.
Σὲ ἡλικία 20 χρόνων πῆγε στὸ Ἅγιο Ὄρος, γιὰ νὰ σπουδάσει στὸ σχολεῖο τῆς
Μονῆς Βατοπεδίου. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Μονὴ Φιλοθέου, ὅπου ἐκάρη
μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε καὶ ἱερέας.
Ὁ
Κοσμᾶς ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Ἤθελε νὰ διδάξει ὅλους τοὺς
σκλαβωμένους Ἕλληνες γιὰ τὸν Χριστό. Θεωροῦσε ὅμως τὸν ἑαυτό του ἀδύνατο
γιὰ νὰ τὸ κάνει. Μὲ Θεία ὅμως φώτιση πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
συνάντησε τὸν ἀδελφό του, Χρύσανθο, ὁ ὁποῖος ἦταν δάσκαλος. Αὐτὸς τὸν
βοήθησε στὴν ρητορική, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διδάξει.
|
Ὁ Ἅγιος Θαδδαῖος ὁ Ἀπόστολος
|
|
||||||||||||||
Ἑβραῖος
ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα ὁ Θαδδαῖος καὶ πολὺ μορφωμένος στὶς θεῖες Γραφές, εἶχε
ἀνεβεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ προσκύνημα τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Βαπτιστοῦ. Ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμά του καὶ εἶδε τὴν ἀγγελική του ζωή,
τόσο πολὺ ἐντυπωσιάστηκε, ὥστε ἐπεδίωξε καὶ βαπτίστηκε ἀπ’ αὐτόν. Μετὰ
ὅμως, ὅταν ἄκουσε τὴν διδασκαλία καὶ εἶδε τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας
Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ σωτήριο Πᾶθος.
Μετὰ
τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἔδεσσα. Ἐκεῖ
καθάρισε ἀπὸ τὴ λέπρα τὸν τοπάρχη Αὔγαρο καὶ κατόπιν τὸν βάπτισε
χριστιανό. Ἀφοῦ δίδαξε καὶ φώτισε μὲ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας πολλοὺς καὶ
ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες στὶς πόλεις τῆς Συρίας, ἔφθασε στὴν Βηρυτό. Ὁ
Θαδδαῖος καὶ ἐκεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βάπτισε
πολλούς. Τελικά, ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμά του, ἀφοῦ στὴν ζωή του
ἐφάρμοσε πλήρως τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του:
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Πηγαίνετε, δηλαδή, καὶ
κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Μ. Γαλανός, γιὰ τὸν Ἀπόστολο αὐτὸν ἀναφέρει: «Μερικοὶ ὑποθέτουν, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς 70 ἀποστόλους, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα, ἦταν ὅμως Ἰουδαῖος. Ἄλλα βέβαιο μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος εἶναι ὁ ὑπὸ τὸ ὄνομα αὐτὸ φερόμενος μεταξὺ τῶν Δώδεκα. Ὀνομαζόταν δὲ ἀλλιῶς καὶ Λεββαῖος καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ. Σὲ αὐτὸν ἀνήκει καὶ ἡ ἐπιστολὴ Ἰούδα στὸ Εὐαγγέλιο. Διότι καθ’ αὐτὸ Ἰούδας ὀνομαζόταν, τὰ δὲ ἄλλα δυὸ ὀνόματα ἦταν πρόσθετα, ὅπως συμβαίνει πάντοτε στοὺς Ἰουδαίους μέχρι καὶ σήμερα. Ὁ Θαδδαῖος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Μεσοποταμία, ὅπου καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ θάνατο».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεοῦ τοῦ ἐν σώματι, ἐπιφανέντος ἡμῖν, αὐτόπτης γενόμενος, καὶ ἱερὸς μαθητής, Θαδδαῖε Ἀπόστολε, ἔλαμψας τοὶς ἐν σκότει, τὴν σωτήριον χάριν· ὤφθης τῶν ἐν Ἐδέσσῃ, ἰατὴρ λαμπαδοῦχος· διὸ τοὺς προσιόντας σοι, σκέπε ἑκάστοτε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτὴ χαρμόσυνος, τοῦ Ἀποστόλου ἐπέστη· εὐφροσύνως σήμερον, ἐπιτελέσωμεν ταύτην· νέμει γάρ, τοῖς αὐτὸν πίστει ἀεὶ τιμῶσι, λύτρωσιν, ἁμαρτημάτων καὶ ῥῶσιν θείαν· καὶ γὰρ ἔχει παρρησίαν, ὡς θεῖος μύστης Χριστοῦ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλη τοῦ Σωτῆρος καταυγασθείς, τούτῳ προσπελάσας, ὦ Θαδδαῖε ὡς μαθητής· ἔνθεν ἐν Ἐδέσσῃ, ὡς ἥλιος ἐπέστης, φωτίζων καὶ στηρίζων, τοὺς προσιόντας σοι. |
Ὁ Προφήτης Σαμουὴλ
|
|
||||||||||||||
Γεννήθηκε
στὴν Ἀρμαθαὶμ Σιφὰ στὸ ὄρος Ἐφραίμ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Ἦταν γιὸς τοῦ
Ἐλκανᾶ καὶ τῆς Ἄννας, ἡ ὁποία ἦταν στεῖρα καὶ διὰ τῆς προσευχῆς ὁ Θεὸς
τῆς χάρισε παιδί, τὸν Σαμουήλ, ποὺ τὸν ἀφιέρωσε στὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἐκφράσει
τὴν εὐγνωμοσύνη της.
Ὁ
Σαμουὴλ ὅταν μεγάλωσε, ὑπηρέτησε τὸν Κύριο καὶ ἔγινε μέγας προφήτης καὶ
κριτὴς τοῦ λαοῦ δικαιότατος. Αὐτὸς ἔχρισε βασιλεῖς , τὸ Σαοὺλ καὶ τὸ
Δαυΐδ, προφήτευσε 40 χρόνια καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα.
|
Οἱ Ἅγιοι Φλῶρος καὶ Λαῦρος οἱ Μάρτυρες
|
|
||||||||||||||
Ἦταν
δίδυμα ἀδέλφια καὶ ἦταν ἄρρηκτα ἑνωμένοι διὰ τῆς θερμῆς πίστεως καὶ
ἀγάπης ποὺ εἶχαν πρὸς τὸ Χριστό. Κατάγονταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ εἶχαν
διδαχθεῖ τὸν χριστιανισμὸ καὶ τὴν τέχνη τοῦ λιθοξόου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους
Πρόκλο (καὶ ὄχι Πάτροκλο, ὅπως λανθασμένα γράφεται ἀπὸ ὁρισμένους
Συναξαριστές, καὶ ποὺ ἡ μνήμη του ἔτσι λανθασμένα ἐπαναλαμβάνεται καὶ
τὴν 21η Ἰανουαρίου) καὶ Μάξιμο, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν καὶ μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸν Χριστό.
|
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
|
|
||||||||||||||
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 21η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν τῶν λειψάνων σου, ἁγίαν λάρνακα, ἀρωματίζουσαν, ζωῆς τὰς χάριτας, ὡς κιβωτὸν ἁγιασμοῦ, πλουτήσαντες θεοφόρε, ἐξ αὐτῆς δρεπόμεθα, χάριν θείαν καὶ ἔλεος, Μάξιμε πανεύφημε, τῆς σοφίας ὁ τρόφιμος· διὸ μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, θείας τυχεῖν ἡμᾶς εὐκλείας.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρμαχε θεηγόρε, Ὀρθοδοξίας ἀσφάλεια καὶ λαμπρότης, λύρα τῆς εὐσεβείας καὶ ὄργανον, καὶ Μοναστῶν τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν ἀγλάϊσμα, ἀεὶ ἡμᾶς φρούρει, Πάτερ Μάξιμε.
Μεγαλυνάριον.
Τὴν τῶν σῶν λειψάνων θείαν σορόν, πνέουσαν τῷ κόσμῳ, εὐωδίαν τὴν μυστικήν, Μάξιμε ἐκ τάφου, κομίσαντες ἐκ πόθου, τῆς σῆς ὁμολογίας, τοὺς ἄθλους μέλπομεν. |
Ὁ Ἅγιος Εὖπλος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Διάκονος
|
|
||||||||||||||
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανός.
Γεννήθηκε
στὴν Κατάνη τῆς Σικελίας, ὅπου ἦταν καὶ διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας.
Θερμὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Εὖπλος, προσπαθοῦσε νὰ στερεώσει τὴν
πίστη τῶν διωκόμενων χριστιανῶν καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ προτιμοῦν τὰ πιὸ
φρικτὰ μαρτύρια παρὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Διότι «εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν εἰ ἀρνούμεθα. Κακεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς».
Ἐάν, δηλαδή, δείχνουμε ὑπομονή, τότε καὶ θὰ βασιλεύσουμε μαζὶ μ’ Αὐτὸν
(τὸν Χριστό). Ἐάν, ὅμως, Τὸν ἀρνούμαστε, καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀρνηθεῖ.
Οἱ
εἰδωλολάτρες, βλέποντας αὐτὴ τὴν δραστηριότητα τοῦ Εὔπλου, τὸν
κατήγγειλαν στὸν Ἔπαρχο Καλβισιανό. Αὐτὸς προσπάθησε μὲ συζήτηση νὰ
πείσει τὸν Εὖπλο ὅτι ἦταν μωρία νὰ πιστεύει στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἔπρεπε
τὸ συντομότερο νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ. Ὁ Εὖπλος ἀκαταμάχητος συζητητής, διέλυσε
ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἐπάρχου.
|
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ ἀρχιδιάκονος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ξυστὸς καὶ Ἰππόλυτος
|
|
||||||||||||||
Οἱ Ἅγιοι Λαυρέντιος ὁ ἀρχιδιάκονος, Ξυστὸς πάπας τῆς Ρώμης καὶ Ἰππόλυτος, μαρτύρησαν τὸ 53 μ.Χ.
Ὅταν
ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ πάπας τῆς Ρώμης Ξυστός,
ὁμολόγησε πρῶτος τὴν πίστη του στὸν Κύριο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θανατωθεῖ μὲ
ἀποκεφαλισμό.
Κατόπιν συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Λαυρέντιο, ὁ ὁποῖος ἔχριζε διαχειριστὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Τοῦ
ζητήθηκε νὰ παραδώσει τοὺς θησαυροὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λαυρέντιος τότε,
τοὺς παρουσίασε τοὺς φτωχούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη τὴν
συνδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς εἶπε ὅτι αὐτοὶ ἦταν οἱ θησαυροί της. Γιὰ
αὐτὸ τὸ τόλμημά του, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν βασάνισαν, ψήνοντάς τον
ζωντανό.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου τὸ παρέλαβε ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε αὐτή του ἡ πράξη, ἡ ἡγεμόνας διέταξε τὸν βασανισμό του. Ἔτσι μαρτύρησε καὶ ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος. |
Ὁ Ἅγιος Ματθίας ὁ Ἀπόστολος
|
|
||||||||||||||
Πῶς ὁ Ματθίας κατατάχθηκε στὸ χορὸ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Μετὰ τὴν προδοσία καὶ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἰούδα καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ ἕντεκα μαθητὲς μὲ τὴν Παναγία βρίσκονταν στὸ ὑπερῷον. Τότε
ὁ Πέτρος πρότεινε νὰ ἐκλεγεῖ ἄλλος ἀντὶ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ
ἀκολουθοῦσαν ὑπηρετῶντας τὸν Χριστό. Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ καὶ τέθηκαν
δύο ὑποψήφιοι: ὁ Ἰωσὴφ ὁ καλούμενος Βαρσαββᾶς καὶ ὁ Ματθίας. Τότε ἔβαλαν
κλῆρο, καὶ δίνοντας σὲ ὅλους ἐμᾶς παράδειγμα ἐναπόθεσης κάθε ἐκλογῆς
μας στὸ Θεό, προσευχήθηκαν ὅλοι μαζὶ ὡς ἑξῆς:
|
Αρχιερατική Παράκληση στον Ιερό Ναό Αγίου Μακαρίου Βροντάδου
Την Τετάρτη 8 Αυγούστου στις 19:15 το απόγευμα και στα πλαίσια των εκδηλώσεων 100 χρόνων του
Δήμου Βροντάδου θα τελεσθεί Αρχιερατική Παράκληση στον Ιερό Ναό Αγίου Μακαρίου
Βροντάδου.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ
|
|
||||||||||||||
Κατὰ
τὴν διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς
μαθητὲς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Οἱ τρεῖς μαθητές Του, ὅπως ἦταν κουρασμένοι ἀπὸ τὴ δύσκολη ἀνάβαση στὸ Θαβὼρ καὶ ἐνῷ κάθισαν νὰ ξεκουραστοῦν, ἔπεσαν σὲ βαθὺ ὕπνο. Ὅταν,
ὅμως, ξύπνησαν, ἀντίκρισαν ἀπροσδόκητο καὶ ἐξαίσιο θέαμα. Τὸ πρόσωπο
τοῦ Κυρίου ἄστραφτε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ τὰ φορέματά Του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ
φῶς. Τὸν περιστοίχιζαν δὲ καὶ συνομιλοῦσαν μαζί Του δύο ἄνδρες, ὁ Μωϋσῆς
καὶ ὁ Ἠλίας.
|
Προεόρτια τῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Χριστοῦ
|
|
||||||||||||||
Ὁ
Κύριος εἶχε προειπεῖ στοὺς μαθητές του γιὰ τοὺς κινδύνους, γιὰ τὰ πάθη
του καὶ τὴν θανάτωσή του καὶ ἐπίσης γιὰ τὸ τί θὰ τραβοῦσαν στὴν συνέχεια
ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, λέγοντάς τους
πὼς αὐτὰ ἀνήκουν στὴν παροῦσα ζωή. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει οὐσιαστικὴ
σημασία εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Χριστὸς θέλοντας νὰ δείξει στοὺς μαθητές του μία πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς, παρέλαβε τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνέβασε σὲ ἕνα βουνό. Ἐκεῖ
μεταμορφώθηκε καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸ φῶς. Καὶ τότε
ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας οἱ ὁποῖοι συνομίλησαν μαζὶ μὲ τὸν
Ἰησοῦ.
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)