Ἀριθμὸς 46
Κυριακή κδ΄ Ἐπιστολῶν
15 Νοεμβρίου 2015
(Ἑφεσ. β΄ 14-22)
«ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι,ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»
Ἄρα
δέν εἶστε πλέον ξένοι, ὅπως προηγουμένως, καί προσωρινοί
πολίτες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶστε συμπολίτες
ὅλων τῶν ἁγίων καί οἰκιακοί τοῦ Θεοῦ. Ὅλες οἱ χιλιάδες τῶν
μεταναστῶν πού ἔρχονται στήν πατρίδα μας, μέ σκοπό τήν
ἐγκαταβίωσή τους στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης, φέρνουν στό νοῦ μας
ὅλους τοὺς προγόνους μας, πού ἀναγκάστηκαν νά ζήσουν μακριά
ἀπό τόν τόπο πού γεννήθηκαν. Ἡ πλούσια ἱστορία τοῦ ἔθνους μας
εἶναι γεμάτη ἀπό περιπτώσεις προσφυγιᾶς ἤ μετανάστευσης γιά
διάφορους λόγους.
Αὐτός
πού ξενιτεύεται, ἀδελφοί μου, ἀποχαιρετᾶ μέ θλίψη τούς
συγγενεῖς καί τούς φίλους γιά τό ταξίδι, πού σέ πολλές
περιπτώσεις δέν ἔχει γυρισμό. Ἐκεῖ πού φτάνει μοιάζει μέ τό
πουλί πού στερήθηκε τή φωλιά του. Ξένος μέσα στούς ξένους,
μόνος μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πού ἐπειδή δέν μιλάει τή
γλώσσα τους, δέν τόν καταλαβαίνουν. Μέ διαφορετικό τρόπο
ζωῆς, ἄλλη νοοτροπία, ἄλλες συνήθειες. Ὁ μετανάστης
ἀγωνίζεται μέ κόπο καί κινδύνους, μέ ἱδρώτα καί ἀγωνία νά
βγάλει τό ψωμί του. Γιά ξενιτεμένους μιλάει καί ὁ Ἀπόστολος
σήμερα.
Μετά
τήν παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων καί τήν ἐκδίωξή τους ἀπό τόν
Παράδεισο, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί ἐν συνέχειᾳ ὅλο τό ἀνθρώπινο
γένος, ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, βρεθήκαμε μακριά ἀπό τήν
πατρίδα μας. Ἔρχονται στιγμές πού θεωροῦμε αὐτή τή γῆ ὡραία
καί τή ζωή μας εὐτυχισμένη. Τίς περισσότερες ὅμως φορές
νοσταλγοῦμε τήν οὐράνια πατρίδα καί νιώθουμε τή γῆ σάν
ξενιτειά. Νιώθουμε ὅπως οἱ Ἑβραῖοι ὅταν βρέθηκαν
αἰχμάλωτοι στή Βαβυλώνα. Ἦταν ἀπαρηγόρητοι, κρέμασαν στίς
ἰτιές, πλάϊ στό ποτάμι τά μουσικά ὄργανά τους καί θρηνοῦσαν
τήν ἐξορία τους. (Ψαλμ. 136ος)
Καί
δέν ἤμαστε μόνο ξενητεμένοι ἀλλά καί ἐξορισμένοι. Γιατί ἡ
ἐξορία εἶναι χειρότερη ἀπό τήν ξενιτιά. Αὐτός πού
ξενιτεύεται γιά καλύτερη ζωή, ἄν δέν τοῦ ἀρέσει, ἐλεύθερος
εἶναι νά ἐπιστρέψει. Στήν ἐξορία ὅμως ὁδηγοῦνται κάποιοι
διά τῆς βίας, ἔρημοι, πεινασμένοι, γυμνοί, ταπεινωμένοι,
χωρίς νά ξέρουν ἄν θά ἀξιωθοῦν ποτέ νά γυρίσουν στόν τόπο τους.
Ἐξόριστοι λοιπόν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τό προπατορικό
ἁμάρτημα. Ἀποξενωμένοι ἀπό τό Θεό, ἀπομονωμένοι ἀπό τούς
ἀγγέλους. Οἱ σχέσεις τους μέ τόν οὐρανό ψυχρές, ἐχθρικές.
Ἀλλά,
δόξα τῷ Θεῷ, ἡ θλιβερή αὐτή κατάσταση δέν ἦταν μόνιμη. Ὅπως
γιά τόν ξενιτεμένο καί πολύ περισσότερο γιά τόν ἐξόριστο ἡ
πιό χαρμόσυνη εἴδηση εἶναι ὅτι ἡ ταλαιπωρία του ἤ ἡ ποινή
του τελείωσε καί μπορεῖ νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του. Ὁ
Πανάγαθος Θεός δέν ἄφησε τόν ἄνθρωπο αἰώνια στήν ἐξορία καί
τήν ἀποξένωση. Ἔστειλε τό Μονογενῆ Υἱό του, τόν Κύριο ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστό καί ἔφερε τό μήνυμα τῆς συγχώρησης, τῆς
συμφιλίωσης, τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ. Μέ τή σταυρική θυσία τοῦ
Χριστοῦ μας ἄνοιξε ὁ δρόμος γιά τόν Παράδεισο. Ὄχι μόνο γι’
αὐτούς πού ἦταν σέ κοντινό μέρος ἀλλά καί σέ πιό
ἀπομακρυσμένο. Στούς «μακράν καί στούς ἐγγύς», λέγει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος. «Μακράν» εἶναι τά εἰδωλολατρικά ἔθνη,
ὅσοι λάτρευαν τά εἴδωλα. «Ἐγγύς» εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι πού
γνώριζαν μέν τόν ἀληθινό Θεό ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά
ἁμάρτησαν πάρα πολύ, ἀφοῦ ἔφτασαν στό σημεῖο νά σταυρώσουν
τό Χριστό.
Μέ
τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ καί ὅλο τό ἀπολυτρωτικό Του
ἔργο δόθηκαν στόν κόσμο δύο εὐλογίες. Πρώτη εἶναι ὅτι
Ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, πού ἀρχικά εἶχαν μῖσος, τώρα
εἰρηνεύουν. «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην». Δεύτερη
μεγαλύτερη εὐλογία ὅτι συμφιλίωσε τούς ἀνθρώπους μέ τό
Θεό. Μέ τό βάπτισμά μας στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἐμεῖς οἱ
ξένοι καί ἐξόριστοι γίναμε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι
θεωροῦν μεγάλο πράγμα τή φιλία καί τίς στενές σχέσεις μέ
κάποιον ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς. Ἡ φιλία ὅμως καί ἡ
οἰκειότητα μέ τό Θεό εἶναι ἡ μόνη πού ἀξίζει. Πρέπει ὅμως νά
τονίσουμε πώς ἡ οἰκειότητα χαρίζεται μόνο σέ ὅσους ἔδειξαν
προηγουμένως φόβο Θεοῦ καί τήρησαν τίς ἐντολές Του.
Ὡς
ὑπάκουα παιδιά, ἀδελφοί μου, ἄς προσευχόμαστε μέ πίστη στόν
Κύριο καί Θεό μας. Μέ ἐμπιστοσύνη ἄς τοῦ ἀναθέτουμε ὅλες τίς
ἐλπίδες μας. Γιά νά φτάσουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τούς ἁγίους νά
ἑνωθοῦμε αἰώνια μέ τό Θεό στόν Παράδεισο. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου