γεννήθησαν στή
Χίο. Ἄφησαν τόν κόσμο καί κατοίκησαν στό Προβάτειο ὄρος, ὅπου ζοῦσαν
ἀσκητική ζωή, μέ ἐγκράτεια, ψαλμῳδία καί προσευχή. Ἔτρωγαν μία μόνο φορά
τήν ἑβδομάδα λίγο ψωμί καί ἔπιναν λίγο νερό. Κατοικοῦσαν μέσα σέ
ὑπόγειο σπήλαιο καί ἀφιέρωναν τή ζωή τους σέ ὁλονύκτιες στάσεις καί
ἀκατάπαυστες προσευχές.
Πολλές φορές τήν νύκτα ἔβλεπαν ἕνα φῶς νά λάμπη μέσα στό δάσος, πού ἦταν κάτω ἀπό τό Προβάτειο ὄρος. Ὅταν, ὅμως, κατέβαιναν τήν ἡμέρα στό δάσος δέν μποροῦσαν νά τό βροῦν.
Γι’ αὐτό ἀπεφάσισαν νά κάψουν ἐκεῖνο τό μέρος μέ τήν θεία σκέψι, ὅτι, ἄν ἦταν ἀπό τόν Θεό αὐτό τό φῶς, δέν θά καιγόταν ὁ τόπος.
Καί πράγματι, ἡ φωτιά ἔφθασε κι ἔσβησε σέ μιά μυρσινιά. Ἐκεῖ, εἶδαν πάνω στά κλαδιά της μίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐχάρησαν οἱ Ὅσιοι καί μέ ὑμνωδίες καί ψαλμῳδίες τήν μετέφεραν στό σπήλαιό τους. Ἡ εἰκόνα, ὅμως, ἔφευγε καί πήγαινε καί ἔμενε πάνω στά κλαδιά τῆς μερσινιᾶς. Τότε κατάλαβαν, ὅτι αὐτό τό μέρος διάλεξε γιά κατοικία της ἡ Θεοτόκος καί, ὅπως μπόρεσαν, ἔκτισαν ἕνα μικρό ναό. Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλθε στή Μυτιλήνη, διωγμένος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, ὁ Κωνσταντῖνος Θ΄ ὁ Μονομάχος, στόν ὁποῖο οἱ Ὅσιοι, κατά θεῖο φωτισμό, ἐγνώρισαν, ὅτι θά βασιλεύση καί πάλι σέ λίγο καιρό. Ἐκεῖνος τούς ὑποσχέθηκε, ἄν πραγματοποιοῦταν ἡ προφητεία τους, νά κτίση «Μονήν καί Ναόν εὐρύχωρον, ὑψηλόν καί ὡραῖον, κατεσκευασμένον μέ καλλίστην τέχνην καί καλυτέραν ἀπ’ ὅσον ἤλπιζον», πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Καί πράγματι, τό ἔτος 1045, ἐβασίλευσε πάλι ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος. Τότε οἱ Ὅσιοι ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐθύμισαν σ’αὐτόν τήν ὑπόσχεσί του, δείχνοντάς του καί τό δακτυλίδι, πού τούς εἶχε δόσει σάν σημεῖο ἐνθυμήσεως. «Μοῦ ἐνθύμησε, εἶπε πρός αὐτούς, τήν ὑπόθεσιν ταύτην τό δακτυλίδι». Δώδεκα χρόνια, μέ πληρωμές καί ἔξοδα βασιλικά, κτιζόταν ἡ Ἱερά Νέα Μονή, τήν ὁποίαν ὡλοκλήρωσε ἡ ἀδελφή τῆς συζύγου του Θεοδώρα.
Ὑπέμειναν καί ἐξορίαν ἄδικον οἱ Ὅσιοι ἀπό τούς διοικητάς τῆς Θεοδώρας καί ἐταλαιπωρήθηκαν πολύ, ἀλλά, ἐπί Ἰσαακίου καί Κομνηνοῦ, ἀποκαταστάθηκαν καί ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι τους, ὅπου ἐπέρασαν τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους μέ εἰρήνη καί ἡσυχία. Ἀπό τά ἱερά τους Λείψανα σώζεται στήν Ἱερά Νέα Μονή μόνον ἡ μία Κάρα, ἡ ὁποία ἀποδίδεται εἰς τόν Ὅσιον Νικήταν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄
Τούς Τρεῖς ἁγίους Πατέρας, τοῦ Προβατείου τό καύχημα, καί τῶν ἀσκητῶν τῶν ἐν Χίῳ, τούς προηγητάς καί κοσμήτορας, τόν ὅσιον Νικήταν, καί τόν Ἰωάννην τόν χαριτώνυμον σύν τῷ Ἰωσήφ τῷ πάνυ, τῷ συνασκητῇ καί θεόφρονι δεῦτε οἱ τοῦ βίου αὐτῶν ἐρασταί, εὐγνωμόνως ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύουσι.
Μεγαλυνάριον
Ἦχος γ΄
Τά τῆς Χίου κλέη καί μοναστῶν, καύχημα ὁσίων, ἀγαλλίαμα τῶν πιστῶν, τόν τίμιον Νικήταν, σύν Ἰωσήφ τῷ θείῳ καί Ἰωάννην πάντες ὕμνοις τιμήσωμεν
http://www.imchiou.gr
Πολλές φορές τήν νύκτα ἔβλεπαν ἕνα φῶς νά λάμπη μέσα στό δάσος, πού ἦταν κάτω ἀπό τό Προβάτειο ὄρος. Ὅταν, ὅμως, κατέβαιναν τήν ἡμέρα στό δάσος δέν μποροῦσαν νά τό βροῦν.
Γι’ αὐτό ἀπεφάσισαν νά κάψουν ἐκεῖνο τό μέρος μέ τήν θεία σκέψι, ὅτι, ἄν ἦταν ἀπό τόν Θεό αὐτό τό φῶς, δέν θά καιγόταν ὁ τόπος.
Καί πράγματι, ἡ φωτιά ἔφθασε κι ἔσβησε σέ μιά μυρσινιά. Ἐκεῖ, εἶδαν πάνω στά κλαδιά της μίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐχάρησαν οἱ Ὅσιοι καί μέ ὑμνωδίες καί ψαλμῳδίες τήν μετέφεραν στό σπήλαιό τους. Ἡ εἰκόνα, ὅμως, ἔφευγε καί πήγαινε καί ἔμενε πάνω στά κλαδιά τῆς μερσινιᾶς. Τότε κατάλαβαν, ὅτι αὐτό τό μέρος διάλεξε γιά κατοικία της ἡ Θεοτόκος καί, ὅπως μπόρεσαν, ἔκτισαν ἕνα μικρό ναό. Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλθε στή Μυτιλήνη, διωγμένος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, ὁ Κωνσταντῖνος Θ΄ ὁ Μονομάχος, στόν ὁποῖο οἱ Ὅσιοι, κατά θεῖο φωτισμό, ἐγνώρισαν, ὅτι θά βασιλεύση καί πάλι σέ λίγο καιρό. Ἐκεῖνος τούς ὑποσχέθηκε, ἄν πραγματοποιοῦταν ἡ προφητεία τους, νά κτίση «Μονήν καί Ναόν εὐρύχωρον, ὑψηλόν καί ὡραῖον, κατεσκευασμένον μέ καλλίστην τέχνην καί καλυτέραν ἀπ’ ὅσον ἤλπιζον», πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Καί πράγματι, τό ἔτος 1045, ἐβασίλευσε πάλι ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος. Τότε οἱ Ὅσιοι ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐθύμισαν σ’αὐτόν τήν ὑπόσχεσί του, δείχνοντάς του καί τό δακτυλίδι, πού τούς εἶχε δόσει σάν σημεῖο ἐνθυμήσεως. «Μοῦ ἐνθύμησε, εἶπε πρός αὐτούς, τήν ὑπόθεσιν ταύτην τό δακτυλίδι». Δώδεκα χρόνια, μέ πληρωμές καί ἔξοδα βασιλικά, κτιζόταν ἡ Ἱερά Νέα Μονή, τήν ὁποίαν ὡλοκλήρωσε ἡ ἀδελφή τῆς συζύγου του Θεοδώρα.
Ὑπέμειναν καί ἐξορίαν ἄδικον οἱ Ὅσιοι ἀπό τούς διοικητάς τῆς Θεοδώρας καί ἐταλαιπωρήθηκαν πολύ, ἀλλά, ἐπί Ἰσαακίου καί Κομνηνοῦ, ἀποκαταστάθηκαν καί ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι τους, ὅπου ἐπέρασαν τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους μέ εἰρήνη καί ἡσυχία. Ἀπό τά ἱερά τους Λείψανα σώζεται στήν Ἱερά Νέα Μονή μόνον ἡ μία Κάρα, ἡ ὁποία ἀποδίδεται εἰς τόν Ὅσιον Νικήταν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄
Τούς Τρεῖς ἁγίους Πατέρας, τοῦ Προβατείου τό καύχημα, καί τῶν ἀσκητῶν τῶν ἐν Χίῳ, τούς προηγητάς καί κοσμήτορας, τόν ὅσιον Νικήταν, καί τόν Ἰωάννην τόν χαριτώνυμον σύν τῷ Ἰωσήφ τῷ πάνυ, τῷ συνασκητῇ καί θεόφρονι δεῦτε οἱ τοῦ βίου αὐτῶν ἐρασταί, εὐγνωμόνως ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύουσι.
Μεγαλυνάριον
Ἦχος γ΄
Τά τῆς Χίου κλέη καί μοναστῶν, καύχημα ὁσίων, ἀγαλλίαμα τῶν πιστῶν, τόν τίμιον Νικήταν, σύν Ἰωσήφ τῷ θείῳ καί Ἰωάννην πάντες ὕμνοις τιμήσωμεν
http://www.imchiou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου