Κυριακή τοῦ Παραλύτου
22 Μαΐου 2016
(Ἰωάν. ε΄ 1-15)
Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἀδελφοί
μου, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» βροντοφωνάζει ὁ ἄνθρωπος ὁ παραλυτικός, ὁ
πρωταγωνιστὴς στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε. Καὶ τοῦτο
ἀποτελεῖ τὸ πικρὸ παράπονο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Ἀποτελεῖ
τὴν κραυγὴ τῆς ἀπογνώσεως τοῦ πάσχοντος, τοῦ θλιβομένου, τοῦ
περιφρονημένου, τοῦ ἀδυνάτου, τοῦ ξένου, τοῦ ἀρρώστου συνανθρώπου μας
καὶ στὴν ἐποχή μας.
Ὁ
παράλυτος ζητεῖ συναντιλήπτορα τῆς ἀνάγκης του, τῆς ἀσθενείας του
βοηθό, σύντροφο καὶ συνοδοιπόρο στὴν πορεία του γιὰ τὴν ἴαση. Τὰ τριάντα
ὀκτὼ χρόνια τῆς ἀσθενείας του εἶναι μία μακρὰ περίοδος τραγικῆς θλίψεως
καὶ ὀδύνης. Βέβαια στὴν Κολυμβήθρα «κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν
ἀσθενούντων», ποὺ καὶ αὐτοὶ περίμεναν τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου, γιὰ νὰ
ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀρρώστιά τους. Ἀλλὰ αὐτὸς βίωνε τὴν δική του πικρὴ
ἐμπειρία. Ὅμως «Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐπὶ τῇ προβατικῇ
κολυμβήθρᾳ…».
Ὁ
«Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελος», θεράπευσε τὸν κατάκοιτο ποὺ ὑπέφερε τριάντα
ὀκτὼ χρόνια. Τότε ποὺ δὲν εἶχε ἄνθρωπο, ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος. Τότε ποὺ δὲν
μποροῦσε νὰ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου καὶ τὴν
«ταραχὴ τοῦ ὕδατος» συναντήθηκε μὲ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Καὶ ὁ Κύριος
τὸν ἄμειψε γιὰ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα του. Ἀλήθεια πόση πίστη καὶ
δύναμη ψυχῆς χρειάζεται, γιὰ νὰ μείνει ἐκεῖ τόσα πολλὰ χρόνια! Τὸ
κρεβάτι του εἶχε γίνει τύμβος καὶ τάφος· εἶχεν «ἰατροῖς καταναλώσει τὸν
ἅπαντα βίον του καὶ ἐλέους τυχεῖν οὐκ ἠξιώθη»· καὶ τώρα ἀκούει «ἆρόν σου
τὸν κράββατον καὶ περιπάτει».
Ὅταν,
ἀγαπητοί μου, οἱ συνάνθρωποί μας δὲν πλησιάζουν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ὅταν
τὰ πάντα γύρω μας εἶναι ἔρημα, ἄφιλα, ἄδικα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, τότε
καταφθάνει ὁ Θεάνθρωπος, γιὰ νὰ παρηγορήσει, γιατρεύσει καὶ
συντροφεύσει· καὶ τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν ποιητή: «Ὅταν εἶσαι σὺ κοντά
μου, πές μου τί νὰ φοβηθῶ;».
«Ἆρόν
σου τὸ κράββατον καὶ περιπάτει» εἶπε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν παράλυτο καὶ
ἀμέσως τὰ παράλυτα νεῦρα καὶ τὰ ἀχρηστευμένα γόνατα ἴσχυσαν,
ἐνδυναμώθηκαν καὶ τὸ σῶμα ἠγέρθη, ὁ ἴδιος δὲ εὐθυτενής, εὐκίνητος,
πλήρης ζωῆς καὶ χάριτος, κουβαλῶντας τὸ κρεβάτι του περπατάει.
Περπατάει
καὶ κατευθύνει τὰ πόδια του μὲ σταθερὸ βῆμα, ὄχι πλέον στοὺς δρόμους
ποὺ ἤξερε καὶ συνήθως περπατοῦσε. Ὄχι· γιατί αὐτοὶ οἱ δρόμοι τὸν ἔκαμαν
παράλυτο καὶ τὸν κράτησαν τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια νεκρὸ καὶ ἄταφο.
Τώρα,
ἀδελφοί μου, χαράσσει νέους δρόμους καὶ ἀνοίγεται σὲ δρόμους χάριτος,
ζωῆς καὶ ὑγείας, γιατί ὑπακούει στὸν Χριστὸ ποὺ τοῦ εἶπε· «ἴδε ὑγιειὴς
γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται» καὶ ἀφήνει νὰ
ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ προσωπικὴ ἁμαρτία ἔχει συνέπεια τὴν παραλυσία.
«Ἀπὸ
τῶν πολλῶν μου ἁμαρτῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα» ψάλλουμε. Βαθύτατη εἶναι ἡ
σχέση ἁμαρτίας καὶ σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀσθενείας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς
πρὶν θεραπεύσει ἕνα ἁμαρτωλὸ μὲ τὴν μετάνοια, ταράσσει τὴν συνείδησή του
μὲ τὶς τύψεις καὶ ὕστερα προσφέρει τὴν ἴαση καὶ τὴν λύτρωση.
Ἀδελφοί
μου, Βηθεσδᾶ σημαίνει «σπίτι ἐλέους»· καὶ σπίτι ἐλέους, Βηθεσδᾶ σήμερα
εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας· οἶκος χάριτος, ἐλέους, ψυχικῆς ὑγείας καὶ
σωτηρίας. Ἐδῶ μᾶς περιμένει ὁ Χριστός, ὅπου μὲ τὰ νάματα τῆς Χάριτός Του
καὶ διὰ τῶν μυστηρίων Του θὰ μᾶς ἀπολούσει, θὰ μᾶς καθαρίσει, θὰ μᾶς
χαριτώσει, θὰ μᾶς δικαιώσει καὶ θὰ μᾶς καταστήσει ὑγιεῖς καὶ καθαρούς.
Ἂς προσέλθουμε πρὸς Αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπόσχεται τὴν πλήρη κάθαρση καὶ
τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία ὁμολογοῦντες ὅτι· Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ἀληθῶς ἀνέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου