Ὁ
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ
ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).
Παρέμεινε ὀρφανὸς σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ
νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη θεία του Τεκοῦσα. Ὄταν ἐμεγάλωσε,
ἔγινε ἀρτοποιὸς καὶ ἔμπορος τροφίμων, διεκρινόταν δὲ γιὰ τὴν τιμιότητα,
τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Διὰ τῶν λόγων, τῶν ἔργων καὶ τῆς
ὑποδειγματικῆς χριστιανικῆς διαβιώσεώς του, ἔγινε πρόξενος ἐπανόδου στὸν
ὀρθὸ δρόμο πολλῶν παρεκτραπέντων συμπολιτῶν του. Κατὰ τοὺς ἐπὶ
Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, ἀπεστάλη στὴν Ἄγκυρα ὁ
Θεότεκνος, δεινὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴ σύλληψη
τῶν Χριστιανῶν, τὴν κατεδάφιση τῶν ναῶν καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας
αὐτῶν, γιὰ νὰ μολύνει δὲ τὰ τρόφιμα διέταξε νὰ ἀναμιχθοῦν αὐτὰ μὲ
εἰδωλόθυτα. Τότε συνελήφθησαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ Τεκοῦσα μετὰ τῶν
παρθένων Ἀλεξάνδρας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας καὶ
Θεοδότης. Ἐπειδὴ οἱ Ἁγίες ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα,
ἐκλείσθησαν ἀρχικὰ σὲ πορνεῖο καὶ παρέμειναν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἁγνές,
καὶ στὴ συνέχεια ἐρρίφθησαν στὰ πλησίον κείμενα ἕλη, ὅπου ἔλαβαν τὸ
μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πνιγμοῦ († 18 Μαΐου). Ὁ
Θεόδοτος, ἀφοῦ κατ’ ἀρχὰς ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικὰ τὸ θέμα τῶν
τροφίμων, διαμοιράζοντας καὶ πουλώντας μεγάλες ποσότητες μὴ μολυσμένων
μὲ εἰδωλόθυτα, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς φυλακές, νὰ διαμοιράζει στοὺς
κρατούμενους Χριστιανοὺς τρόφιμα καὶ νὰ παρηγορεῖ αὐτούς. Πληροφορηθεὶς
τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῆς θείας του Τεκούσης καὶ τῶν παρθένων ποὺ
ἐμαρτύρησαν μαζί της, σὲ συνεννόηση μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς μετέβη στὸν
τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, παρέλαβε κρυφὰ τὰ λείψανά τους, καὶ τὰ
ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὴ ἡ ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων,
διενεργήθησαν πολλὲς συλλήψεις Χριστιανῶν, οἱ δὲ συλληφθέντες
ὑποβάλλονταν σὲ ποικίλα βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἀποκαλύψουν τοὺς δράστες. Ὁ
Θεόδοτος, γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν καὶ βασανισθοῦν καὶ ἄλλοι ἀθῶοι, ἔσπευσε
πρὸς τὸν Θεότεκνο, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἀπεκάλυψε στὸν
ἄρχοντα, ὄτι αὐτὸς ἦταν ὁ δράστης τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν λειψάνων τῶν
Μαρτύρων γυναικῶν. Ὁ Θεότεκνος διέταξε εὐθὺς τὸ σκληρὸ βασανισμὸ τοῦ
Θεοδότου καὶ τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή, ἀποστείλας δὲ στρατιῶτες
ἀνεκόμισε τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων γυναικῶν καὶ τὰ κατέκαψε. Μετὰ λίγες
ἡμέρες ὁ Ἅγιος Θεόδοτος προσήχθη πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοτέκνου καὶ
ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀρχικὴ ὁμολογία του καὶ
στὴν πατρώα εὐσέβεια. Τότε, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ
σιδερένια νύχια καὶ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τὸν ἀπεκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Δόσιν
ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ
Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων
σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα
ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου. Τῶν
ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ
στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων
ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις
Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ
φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου