Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ δυστυχῶς εἶναι λίγες.
Ἔζησε, κατὰ μία ἐκδοχὴ τὸν 8ο
αἰῶνα ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Β’. Ἀρχικὰ εἶχε χρηματίσει
διάκονος στὴν ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη
καὶ ἔμεινε στὰ κελιὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια
παιδεία καὶ τὸ ποιητικὸ ταλέντο του ἦταν ἀκόμα ἄγνωστο. Διεκατέχετο ὅμως
ἀπὸ μία βαθιὰ πίστη στὴν σεπτὴ μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Παρθένου καὶ
τακτικὰ παρακολουθοῦσε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν τὶς
κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες.
Σὲ
μία τέτοια, στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ παραβρέθηκε, ἡ ψυχὴ του
γέμισε μὲ κατάνυξη καὶ ὅταν γύρισε στὸ κελί του εἶδε ὄνειρο τὴν Παναγία
νὰ τοῦ προσφέρει ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τοῦ λέει νὰ τὸ καταφάει. Ὁ Ῥωμανὸς
ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὀνείρου συνέθεσε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὸ
τροπάριο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».
Ἀπὸ
τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ἐπιφοίτηση τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ ἔμεινε ἄσβεστη
καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ἐξωχότερος καὶ μεγαλύτερος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς
σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν
Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ᾄσμασι· σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ
ἐλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ· διό σε πόθῳ τιμῶμεν,
Ῥωμανὲ Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὤσπερ κιθάραν τῆς σοφίας παναρμόνιον
Καὶ ὑποφήτην θεοπνεύστων ἀναβάσεων
Εὐφημοῦμεν Ῥωμανέ σε ᾀσμάτων ὕμνοις.
Ἀλλ’ ὡς φόρμιγξ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Πρὸς ἐγρήγορσιν ἡμᾶς θείαν διέγειρον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνωθεν
τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας
πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου