(Υπό Δρ. Ιστορίας Μαρίας-Ελευθερίας Γ. Γιατράκου)
Το να ασχοληθεί κανείς με την Ιστοριογραφία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι ένα θέμα τόσο ευαίσθητο και ιερό και με ανεπανάληπτο δυναμισμό, ώστε χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να μην το αδικήσει. Εξάλλου γνωρίζουμε ότι τα μεγάλα γεγονότα δεν είναι δυνατόν να μετουσιωθούν και αποτιμηθούν με λόγους, γιατί όπως προσφυώς παρατηρεί ο Θουκυδίδης «δεν δύναται ο λόγος ισόρροπος των έργων φανήναι».
Από τον απέραντο χώρο της Εθνεγερσίας θα ήθελα να αναφερθώ στην Ιστοριογραφία που αναφέρεται στην Επανάσταση, την Καταστροφή και τις Σφαγές της Χίου (1822). Ξεκινώντας προ ετών την προσπάθεια διεξοδικής, κατά το δυνατόν, έρευνας σχετικά με την τραγική αυτή ιστορική σελίδα της Χίου, βρέθηκα μπροστά σ' ένα πλήθος ιστορικών πηγών και μελετών που παρέχουν ειδήσεις με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Μου δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία το υλικό αυτό να συγκεντρωθεί σε ειδικό πόνημα με τίτλο: «Αναλυτική βιβλιογραφία περί της Επαναστάσεως και Καταστροφής της Χίου»[1] με σύντομη περίληψη για το κάθε λήμμα και δημοσιεύθηκε στον εικοστό πρώτο τόμο του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, προκειμένου να βοηθήσει τους ερευνητές και τους μελετητές.
Δέον να υπογραμμισθεί ότι η περί Χίου βιβλιογραφία για το θέμα αυτό υπήρξεν αξιόλογη οφειλομένη εν πολλοίς στον πατριωτισμό του Φιλίππου Αργέντη[2] και στην ακάματη ερευνητικότητα του Γιάννη Βλαχογιάννη[3]. Πολλά οφείλονται επίσης εις τον Χίον Καθηγητήν Κ. Άμαντον[4] και σε άλλους Χίους ερευνητές[5]. Ιδιαιτέρως πολύτιμη ιστορική πηγή αποτελεί το τρίτομο έργο των Φιλίππου Π. Αργέντη και Στίλπωνος Π. Κυριακίδη. Η
Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς[6], καθώς επίσης τα αρχεία του Foreign Office, διπλωματικά έγγραφα Προξένων που βρίσκονταν στη νήσο κατά την εποχήν αυτήν, δημοσιεύματα του ξένου, ιδιαιτέρως του ευρωπαϊκού τύπου, Αρχεία, όπως το Χιακόν Αρχείον Βλαχογιάννη, το Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832, Απομνημονεύματα όπως του Βαχίτ Πασά, του Ανδρέα Συγγρού, πληροφορίες από δεκάδες περιηγητές, επιστολές ιδιόγραφες από Κοραήν και προς Κοραήν, αφηγήσεις αυτοπτών, αναμνήσεις και αποκαλύψεις του Λουκά Ράλλη, πληροφορίες από την α' και β' μορφή αφήγησης του Ανδρέα Μάμουκα, ειδήσεις επίσης από παραδόσεις, διηγήσεις ιστορικές, δημοτικά άσματα και σχετικά ποιήματα, που συγκέντρωσε ο Στυλιανός Βίος, με τίτλο: Η σφαγή της Χίου από το στόμα του χιακού λαού. Ειδήσεις επίσης από ανθολογήσεις εγγράφων Υψηλάντου, Χίων εφόρων και Λογοθέτου, λογοτεχνική παρουσίαση της Καταστροφής από γέροντα στο περίφημο αφήγημα του Βικέλα, Λουκής Λάρας. Ιδιαιτέρως πολύτιμη ιστορική πηγή αποτελεί το βιβλίο που συνέγραψεν στην Αγγλική γλώσσα ο Χίος, Χριστόφορος Πλάτωνος Καστάνης, αυτόπτης των γεγονότων και παθών ο ίδιος κατά την καταστροφήν της Χίου, όταν ο ίδιος πουλήθηκε ως σκλάβος, σε ηλικία οκτώ ετών. Το 2001 έγινε περισσότερον γνωστό, μεταφρασμένο στην ελληνική από τον Χρήστο Γ. Γιατράκο[7]. Συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος αριθμός αμέσων και εμμέσων πηγών, πλήθος μελετών και δημοσιευμάτων[8].
Η Χίος, ως γνωστόν, κειμένη πλησίον των Μικρασιατικών ακτών υπήρξεν ανέκαθεν η «καλλίστη της εμπορίας και φιλεργίας και φιλομουσίας εστία»[9].
Οι περιγραφές των περιηγητών πριν και μετά την καταστροφή της μας επιτρέπουν να αναλογισθούμε την ομορφιά, τον πλούτο, την ακμή της, την καταπληκτική της άνθηση στην παιδεία, τις τέχνες, τον πολιτισμό, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, αλλά και την τραγική εικόνα που παρουσίαζε μετά την καταστροφή του 1822.
Αξίζει να ανθολογήσουμε μόνον ολίγες περιγραφές περιηγητών πριν την καταστροφή. Γράφει ο Henry Albertson van Post[10]. «...η πλούσια και ευδαίμων νήσος Χίος, η κυριοτέρα έδρα του πλούτου, της σοφίας, της λεπτότητας, καθ' άπασαν την Ελλάδα». Και ο περιηγητής Karl von Hailbronner[11] χαρακτηρίζει την Χίον ως «την ωραιοτάτην νήσον του Αιγαίου, ως επίγειον Εδέμ, όπου τα πάντα αποπνέουν τον Όμηρον, αι πηγαί, τα κλήματα, αι αύραι, όπου τα άσματα και αι λέξεις του αοιδού εκληροδοτήθησαν εις την αρχαίαν γλώσσαν εδώ επλανάτο ο ποιητής των ηρώων και εποίησε τα αθάνατα έπη του και εδίδαξε τους μετ' ενθουσιασμού ακροωμένους νέους της χώρας του την πηγήν της σοφίας και του κάλλους»[12].
Και αλλού περιγράφει τις φυσικές καλλονές της νήσου, τους λιθόκτιστους θερινούς πύργους κτισμένους σε ευγενή φλωρεντινό ρυθμό, με άριστα μάρμαρα της Χίου, πολύτιμα ερυθρά, πράσινα, κ.α... Και συμπληρώνει: «Πλούτος και δαψίλεια είναι κεχυμένα υπεράνω του λοφώδους αυτού λειμώνος, του εσπαρμένου δι' επαύλεων και φοινίκων...»[13].
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι περιηγητές χαρακτηρίζουν την Χίον προ του 1822, ως «παράδεισον των ελληνικών νήσων»[14]. Η παρουσία της Χίου με το πνευματικό της κλίμα, τις ιδιαιτέρα ευνοϊκές οικονομικές της συνθήκες, υπήρξεν καθοριστική για τον αιγαιακό χώρο. Ανέκαθεν φημιζόταν για τα λαμπρά σχολεία της[15], στα οποία δίδασκαν διάσημοι διδάσκαλοι και οι πολυάριθμοι μαθητές τους διακρίνονταν στα γράμματα και κατελάμβαναν υψηλές θέσεις. Η Χίος είχε Πανεπιστήμιο εφάμιλλο των ευρωπαϊκών[16].
Ο Γάλλος διπλωμάτης Marcellus θεωρεί τη Σχολή της Χίου ως την πιο φημισμένη της Ελλάδος[17]. Η Σχολή διέθετε αξιόλογη Βιβλιοθήκη με 30000 τόμους, κατ' άλλους διπλάσιους, εργαστήρια για πειράματα Φυσικής και Τυπογραφείο, με Γερμανό τυπογράφο τον Bairopher. Διαπρεπείς Καθηγητές διδάσκουν στη Σχολή της Χίου υπό την άγρυπνη φροντίδα του Αδαμαντίου Κοραή. Το 1819 διδάσκονται μαθήματα υψηλού επιπέδου και ξένες γλώσσες από διακεκριμένους Καθηγητές. Οι σπουδαστές σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Θεοφάνης Ελεαβούλκος, μέγας ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο πρώτος δραγομάνος του στόλου, Παναγιώτης Νικούσιος, οι γενεές των Μαυροκορδάτων προέρχονται από την Χίο.
Βεβαίως η δεσπόζουσα πνευματική φυσιογνωμία της περιόδου και ο σημαντικότερος εμπνευστής της ανανεωτικής αυτής κίνησης γύρω από την οποία στρέφεται η πλειάδα των φιλομούσων μεγαλεμπόρων και αναμορφωτών διανοουμένων υπήρξεν ο Αδαμάντιος Κοραής[18].
Κατά τις αρχές του ΙΘ' αιώνα οι Χίοι είχαν φθάσει στο απόγειον της ακμής τους. Η Χίος εξάλλου υπήρξεν ανέκαθεν διεθνές κέντρον εμπορίου με ακμαία ναυτιλία και οι κάτοικοί της εθεωρούντο οι πλουσιότεροι της Ελλάδος. Ολόκληρο το νησί ομοίαζε προς «γελώντα κήπον»[19].
Κατά την μακραίωνη ιστορία της Χίου δεν έλειψαν οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις, οι μεταπτώσεις από δουλείας εις δουλείαν, η καταδυνάστευση υπό των Γενοβέζων και η τουρκική κυριαρχία[20]. Η νήσος ήταν τιμάριον των συζύγων και αδελφών του Σουλτάνου, για το χαρέμι του οποίου όφειλαν οι κάτοικοι να παρέχουν μαστίχη και ως προνόμιον να επιβάλουν αυτοί στους εαυτούς τους φόρους και να αυτοδιοικούνται[21]. Είχαν επίσης το προνόμιο να μην γίνεται παιδομάζωμα στη Χίο[22]. Κατά το 1822 κυρία της νήσου ήταν η Ασμά Σουλτάνα, αδελφή του σουλτάνου, η οποία, κατά τον περιηγητή George Waddington εισέπραττε περίπου διακόσιες χιλιάδες γρόσια από την ακμάζουσα Χίον, εκτός από τα άλλα δώρα που ελάμβανε[23]. Εν τω μεταξύ οι Χίοι παρακολουθούσαν, με πλήρη συμπάθεια την ελληνική εξέγερση με διακαή τον πόθο για την απόκτηση της ελευθερίας. «εχόρταιναν οι δυστυχείς Χίοι με τα χρήματά τους τους φιλαργυρωτάτους Οθωμανούς και απαντούσαν κάθε κακό», αναφέρει ο Ανδρέας Μάμουκας[24].
Εκτός του πλήθους των ιστορικών πηγών για την Επανάσταση και καταστροφή της Χίου ιδιαιτέρως σπουδαία πηγή αποτελεί όπως προανεφέρθηκε το βιβλίο του Χριστόφορου Πλάτωνος Καστάνη, ο οποίος οκτάχρονο αγόρι έζησε ως αυτόπτης και παθών τα γεγονότα της Χίου, τα οποία μας περιγράφει με σαφήνεια και ενάργεια το 1851 και το 1853 στη Φιλαδέλφεια. Θα αναφερθώ στα τέσσερα αντίτυπα του βιβλίου με διαφορετικούς τίτλους και αφιερώσεις.
Η πρώτη έκδοση φέρει τον τίτλο: «The Greek Exile or a narrative of the captivity and escape of Christophorus Plato Castanis, during the massacre of the island of Scio, by the Turks, together with various adventures in Greece and America, written by himself, Philadelphia 1851», που μεταφράζεται: «Ο Έλληνας εξόριστος ή μία αφήγηση της αιχμαλωσίας και δραπέτευσης του Χριστόφορου Πλάτωνος Καστάνη, κατά τη διάρκεια των σφαγών στη νήσο Χίο με διάφορες περιπέτειες στην Ελλάδα και στην Αμερική, γραμμμένες από τον ίδιο, Φιλαδέλφεια 1851».
Και η δεύτερη έκδοση του βιβλίου φέρει τον τίτλο: «History of the massacre of the Greeks on the island of Scio by the Turks with various adventures in Greece and America, by C.P. Castanis, Philadelphia 1853», που μεταφράζεται: «Ιστορία των σφαγών των Ελλήνων στη νήσο Χίο υπό των Τούρκων με διάφορες περιπέτειες στην Ελλάδα και Αμερική, υπό του Χριστοφόρου Πλάτωνος Καστάνη, Φιλαδέλφεια 1853».
Στην Ελληνική γλώσσα, Χριστόφορος Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας Εξόριστος, Αθήνα 2001, μετάφραση Χρήστου Γεωργίου Γιατράκου, εκδόσεις “ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.”.
Στη Βρεττανική Βιβλιοθήκη στο Λονδίνο[25], στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, (American School of Classical Studies), στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας με ιδιόχειρη αφιέρωση αγγλιστί: «To Prof. N. Bambas with the best regards of his pupil», και ελληνιστί: «Τω σεβασμιωτάτω μοι διδασκάλω Νεοφύτω Βάμβα». Εντοπίσαμε και ένα αντίτυπο του βιβλίου αυτού στη Βιβλιοθήκη «ΚΟΡΑΗ» της Χίου, που περιέχεται στην αξιόλογη από πλευράς αριθμού και ποιότητας βιβλίων, βιβλιοθήκη του γνωστού Χίου λογίου, Φιλίππου Παντ. Αργέντη: «Ex libris Philippi Panteleonis Argenti, Chiensis», με ημερομηνία έκδοσης 1851 με διαφορετικό τίτλο και αφιέρωση του συγγραφέα στο σπουδαίο Χίο φίλο του, Νικόλαο Πετροκόκκινο.
Ο Χίος Χριστόφορος Πλάτωνος Καστάνης αφιερώνει ευγνωμόνως και τιμητικά το βιβλίο αυτό στις φιλάνθρωπες κυρίες της Αμερικής οι οποίες συνέβαλαν έμπρακτα στην ανακούφιση του ελληνικού έθνους. Όπως αναγράφεται στις πρώτες σελίδες του, έχει νομική εγκυρότητα, αφού σύμφωνα με πράξη του Kογκρέσου και με ειδική δικαστική πράξη έγινε καταχώριση του βιβλίου αυτού το 1850 στο ειδικό για το σκοπό αυτό γραφείο της ανατολικής περιοχής της Πενσυλβανίας. Η α' έκδοση του βιβλίου αυτού, ιστορικής πηγής, του 1851, εξηντλήθη λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσίαζε και ο συγγραφεύς προέβη σε νέα έκδοση το 1853[26].
Και μόνον από το εισαγωγικό σημείωμα που ο συγγραφεύς παραθέτει και από τα περιεχόμενα που συνδέονται εν πολλοίς με τη βιογραφία και τις περιπέτειές του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, υπάρχει μνεία για τη συμβολή των ρητόρων, ποιητών και ταξιδιωτών, που έχουν γράψει για τα βάσανα της Χίου εξαιτίας της τουρκικής αδικίας. Μας δίνει πληροφορίες γενικότερα για την Ελληνική Επανάσταση, τη μεγάλη σφαγή των Χίων υπό των Τούρκων, τα ταξίδια, τις περιπέτειες, αναφέρει διάφορα ανέκδοτα, περιγραφή της ελληνικής και τουρκικής ζωής, του τοπίου, των τρόπων, συνηθειών, της θρησκείας, της γλώσσας, των δεισιδαιμονιών, παραδόσεων, κλασικών Εταιρειών. Όλα αυτά μας δίνουν εικόνα της πνευματικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στον αμερικανικό φιλελληνισμό, στη βοήθεια που δέχθηκε η πατρίδα μας από τους Αμερικανούς προξένους, και ιεραποστόλους, από τον φιλέλληνα ιατρό, Dr. Howe, από τις φιλάνθρωπες κυρίες της Αμερικής[27].
Στο βιβλίο περιέχονται σχόλια του συγγραφέα για την αρχαία ελληνική γραμματεία, την ελληνική γλωσσολογία και επίσης γλώσσα τα οποία είναι πολύτιμα. Ειδήσεις ενδιαφέρουσες για την Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο και για άλλα διάφορα θρησκευτικά, φιλοσοφικά, μουσικά, ποιητικά θέματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι εκτός των άλλων ο διδάσκαλος του συγγραφέως Χριστόφορου Καστάνη στη Χίο, ήταν ο Θεσσαλός Δημητριάδης, διδάσκαλος καταξιωμένος, υψηλής αποδοχής, όπως ο ίδιος αναφέρει, μέλος της Φιλικής Εταιρείας που ενέπνευσε στους μαθητές του την αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία, αλλά ανεχώρησε για την Θεσσαλία, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Όπως βλέπουμε ο δάσκαλος αυτός παράλληλα με το παιδευτικό του έργο ασκούσε και εθνικό έργο[28].
Το έργο του Καστάνη είναι πολλαπλώς χρήσιμο για να κατανοήσουμε τα γεγονότα της Επανάστασης και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές κυρίως για την Επανάσταση και καταστροφή της Χίου (1822). Μοιάζει με μυθιστορηματική αφήγηση, οι ειδήσεις όμως που παρέχει συμφωνούν με εκείνες άλλων πηγών.
Είναι γνωστόν, ότι ο επαναστατικός ενθουσιασμός των κατοίκων της Χίου κατά τους πρώτους μήνες του Αγώνα δεν κατέληξε σε ένοπλη εξέγερση εξαιτίας της γειτνίασης με τη Μικρά Ασία και του γεγονότος ότι ο ίδιος ο σουλτάνος ενδιαφερόταν, με ιδιοτέλεια βέβαια, για το νησί, συνεπώς οι συνέπειες θα ήταν τραγικές για το πληθυσμό αν επαναστατούσε[29]. Παρά τον πόθο τους για ελευθερία οι Χίοι έβλεπαν με κάποιο δισταγμό το θέμα της εξέγερσης, φοβούμενοι ότι θα έχαναν τα πάντα αν την αποτολμούσαν[30]. Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Καστάνη η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες μόλις ανεχώρησεν από την Χίον ο δάσκαλός τους, ο Φιλικός Δημητριάδης. Τα επαναστατικά νέα εξήγειραν πολλούς Χίους, ιδιαιτέρως τους σπουδαστές του Πανεπιστημίου της Χίου, οι οποίοι ζητωκραύγαζαν υπέρ της ελευθερίας, παρά την προσπάθεια των αρχόντων να καταστήσουν τη Χίο ουδέτερη[31]. Η επιτυχία όμως της Επαναστάσεως στη Σάμο καθώς και οι πιέσεις και οι βαρύτατες φορολογίες που είχε επιβάλλει στη Χίο ο Βαχίτ Πασάς[32] ο οποίος έφθασε στη Χίο με φυλές ληστών, κατά τον Καστάνη, απαιτώντας χρήματα και άμισθη εργασία από τους εντοπίους, επηρέασε τους κατοίκους. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να παραμείνουν επί πολύ οι Χίοι θεαταί του απελευθερωτικού αγώνος. Οι τολμηρότεροι εξ αυτών συνεννοηθέντες μετά των Σαμίων κατά τους πρώτους μήνες του 1822 ετοίμασαν την εξέγερση, ενώ άλλοι συνετοί και συντηρητικοί απέτρεψαν τον ηγέτη των Σαμίων, Λυκούργο Λογοθέτη από παντός επαναστατικού κινήματος, προβλέποντες ότι αυτό θα απέβαινε ολέθριο για την κατά πάντα απαράσκευη, άοπλη και εκτεθειμένη σε μέγα κίνδυνον νήσον. Ο Αρχιεπίσκοπος της Χίου, Πλάτων Φραγκιάδης με υψηλό αίσθημα ευθύνης και σύνεση κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποτρέψει τους Σαμίους να μην προχωρήσουν σε εγχείρημα που θα έβλαπτε την Χίο[33]. Στις κατηγορίες των Σαμίων ότι οι Χίοι είναι δειλοί και απάτριδες και ότι προτιμώντες το συμφέρον τους θυσιάζουν το γενικόν, ο Αρχιεπίσκοπος Πλάτων συνιστούσε περίσκεψη και σύνεση. Η επιφυλακτική του στάση δεν πρέπει να εκληφθεί ως δειλία και αφιλοπατρία. Τουναντίον αν και θεωρούσε την Επανάσταση της Χίου άκαιρη και ολέθρια, μετά την έκρηξή της παρέμεινε κοντά στο ποίμνιό του και θυσιάστηκε στο βωμό της πίστεως και της πατρίδας[34]. Ας σημειωθεί, ότι όπως προκύπτει από τα Αρχεία του Foreign Office οι Άγγλοι αντελήφθησαν τις προθέσεις των Χίων για επανάσταση και αρκετούς μήνες πριν από την έκρηξή της και είχαν ενημερώσει τους Τούρκους.
Η επιτυχία όμως της Επαναστάσεως στη Σάμο και οι δυσβάσταχτες πιέσεις που είχεν επιβάλλει ο νέος Τούρκος Διοικητής Βαχίτ Πασάς είχαν δημιουργήσει σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού νέο επαναστατικό αναβρασμό και οι Χιώτες, κατά τον Κουτσονίκα, άλλοι «με την ελπίδα της βελτιώσεως της εαυτών τύχης, άλλοι υπό αληθούς πατριωτικού αισθήματος κινούμενοι έτρεχαν εντός της επαναστατημένης Ελλάδας και παντί σθένει ενήργουν να κινήσωσι την Χίον εις Επανάστασιν...»[35]. Ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, ο οποίος είχεν αποκτήσει γόητρον με την Επανάσταση της Σάμου και ο Χίος παλαίμαχος Αντώνης Μπουρνιάς, ο οποίος είχεν υπηρετήσει υπό τον Ναπολέοντα υπήρξαν οι αρχηγοί της Επαναστάσεως στη Χίο. Και ο Ανδρέας Μάμουκας παρατηρεί: «έλαβε πρόνοιαν η ελληνική βουλή να κάμει εκστρατείαν κατά της Χίου, είτε δια να την συναριθμήσει εις την επικράτειάν της, είτε δια να χαρίσει την ελευθερίαν εις τους δυστυχείς κατοίκους της...»[36]. Ο Μάμουκας κατηγορεί τους Σαμίους ότι ως επιθυμούντες να αποκτήσουν φήμην ενήργησαν χωρίς συνεννόηση με τη βουλή και επεδίωκαν να πλουτίσουν με την αρπαγή λαφύρων[37]. Επίσης ο Μάμουκας και ο Καστάνης κατηγορούν ως συναυτουργόν των Σαμίων τον Αντώνιον Μπουρνιά. Εξάλλου ο Μπουρνιάς είχε ζητήσει και παλαιότερα βοήθεια από τον Υψηλάντη για την απελευθέρωση του νησιού, επειδή όμως η επιχείρηση παρουσίαζε δυσχέρειες και κινδύνους ο Υψηλάντης και κυρίως ο Αναγνωστόπουλος δεν συμφώνησαν για την πραγματοποίησή της. Δυστυχώς ο Μπουρνιάς δεν πίστεψε και βασίστηκε στη βοήθεια του Λυκούργου Λογοθέτη[38]. Κατά τον Κουτσονίκα και ο Λυκούργος είχε γράψει στον Υψηλάντη, ο οποίος ενώ αρχικά ήταν υπέρ της πραγματοποιήσεως της Επαναστάσεως στη Χίο, με επιστολή του της 21ης Δεκεμβρίου 1821 συνιστούσε: «Ησύχασε εις καμίαν νήσον, έως να έλθη η ποθούμενη ώρα, και τότε βάλλεις εις πράξιν τον πατριωτικόν πόθον σου». Ο Λυκούργος τότε συμφώνησε και δήλωνε με επιστολήν του ότι αποφάσισε να αναβάλει εις «ευτυχεστέραν περίστασιν την εκστρατείαν της Χίου»[39]. Ο Μπουρνιάς όμως έφθασε στη Σάμο και έπεισε το Λυκούργο, βεβαιώνοντάς τον ότι μόλις φθάσει η βοήθεια των Σαμίων οι Χιώτες «θα λάβωσι τα όπλα και θα προκαταβάλωσι μεγάλην χρηματικήν ποσότητα προς επίτευξιν του σκοπού». Πείσθηκε ο Λυκούργος βασιζόμενος και στα ενθουσιώδη γράμματα των προκρίτων των Μαστιχοχωρίων, θεωρώντας μάλιστα ως κατάλληλη την στιγμή να πραγματοποιήσει την τολμηρή επιχείρηση, αφού ο τουρκικός στόλος δεν βρισκόταν στο Αιγαίο, αλλά ήταν απασχολημένος με τις επιχειρήσεις της Δυτικής Πελοποννήσου και του Κορινθιακού Κόλπου[40]. Στις 10 Μαρτίου οι δύο αρχηγοί του κινήματος, χωρίς να ειδοποιήσουν την Κυβέρνηση και τα ναυτικά νησιά ξεκίνησαν από τη Σάμο, ο Μπουρνιάς έχοντας υπό την εξουσίαν του ολίγους φυγάδες Χίους[41] κατά τον Σπηλιάδη, 150 τον αριθμό[42] και ο Λυκούργος Λογοθέτης με 8 βρίκια και 30 σακολέβες[43] και 500 δικούς του, κατά τον Χριστόφορο Καστάνη με στολίσκον εκ τεσσαράκοντα μικρών σκαφών κυρίως ιστιοφόρων, επηνδρωμένων με διακοσίους περίπου πολεμιστές[44]. Ο πραγματικός αριθμός των πολεμιστών κυμαίνεται. Σε ψαριανό έγγραφο της 16ης Μαρτίου σύγχρονο με τα γεγονότα αναφέρεται ότι «οι γενναίοι Σάμιοι απέρασαν επάνω εις την Χίον με τέσσερις χιλιάδες, στρατόπεδον». Επειδή όμως ο Κουτσονίκας και ο Τρικούπης ισχυρίζονται ότι οι «οπλοφόροι του Λυκούργου ήταν 2500» και οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται τον ίδιο αριθμό[45].
«Ο λαός της Χίου και οι σπουδαστές δέχθηκαν τους επαναστάτες ως ελευθερωτές, αλλ' ατυχώς από τους Σαμίους πολύ ολίγοι ήταν ένοπλοι, οι περισσότεροι είχαν μόνον μίαν μάχαιραν ή ξύλα ή έναν μόνον πυροβόλο...»[46]. Πληροφορίες μας δίνει ο Ανδρέας Μάμουκας όταν τα γεγονότα ήταν ακόμα νωπά, με ημερομηνίαν 31 Οκτωβρίου 1822[47]. Παρά τις παρακλήσεις των αρχόντων και εκκλησιαστικών της Χίου προς τους Σαμίους να εκκενώσουν την νήσο και να μην εξοργίζουν τους Μουσουλμάνους[48], οι Σάμιοι δεν υποχωρούσαν[49]. Ο Λυκούργος από τις πρώτες ημέρες κατήργησε την παλαιά δημογεροντία, την αντικατέστησε με επταμελή εφορία, και τοποθέτησε πυροβόλα σε κατάλληλες θέσεις για την προσβολή του φρουρίου. Δυστυχώς δεν είχαν συλλάβει και δεν είχαν υπολογίσει οι επαναστάτες τους κινδύνους που διέτρεχε το κίνημά τους για το οποίο όπως προαναφέραμε είχε ειδοποιηθεί ο Σουλτάνος από τους Άγγλους έξι μήνες περίπου πριν την έκρηξη της Επανάστασης.
Ήδη είχε συλλάβει Χίους ομήρους οι οποίοι εκρατούντο στην Κων/λη και στα χέρια της τουρκικής διοικήσεως του νησιού[50]. Στις 9 Μαρτίου 1822, παραμονή της αποβάσεως οι Ψαριανοί έστειλαν αναφορά στη Βουλή με την οποίαν ειδοποιούσαν ότι σύμφωνα με ειδήσεις που είχε φέρει στα Ψαρά δύο μέρες πριν, δηλαδή στις 7 Μαρτίου, ένα ευρωπαϊκό πλοίο, «ο εχθρός με μεγάλην προθυμίαν ετοιμάζει “χονδρόν στόλον”»[51]. Οι Σάμιοι λεηλάτησαν τα παλάτια του Αγά και Βέη και πολλά τουρκικά μέγαρα μεγάλης αξίας[52].
Ο Λυκούργος και ο Μπουρνιάς «εννοούντες ως προφανή την απώλειαν του τόπου, δεν εσυλλογούντο την διόρθωσιν», γράφει ο Μάμουκας, «δεν εσκέπτοντο την οικονομίαν, αλλά εσκέπτοντο την φυγήν, φοβούμενοι και τον ερχομόν του οθωμανικού στόλου προς τον οποίον να αντιπαραταχθώσιν ήταν πάντη αδύνατον. Η φροντίς των λοιπών ήταν να εύρωσιν καράβια ευρωπαϊκά και να φύγωσιν αφήνοντες το λοιπόν όλον πλήθος χωρίς καμίαν ελπίδα βοηθείας...»[53].
Οι δύο αρχηγοί της Επαναστάσεως που διεκδικούσαν τα πρωτεία, εγκατέλειψαν την εκστρατείαν, κατέστρεψαν τόσους ανθρώπους[54] και στη συνέχεια ζητούσαν στις 16 Μαρτίου βοήθεια από τα τρία ναυτικά νησιά, γιατί ήταν «από όλα ελλιπείς, από άρματα, από μπαρούτια, από κανόνια δια την πολιορκίαν και το χείριστον από ζωοτροφίας»[55].
Από τα σχετικά έγγραφα φαίνεται η προχειρότητα με την οποίαν ενήργησαν. Εξάλλου ο Σπηλιάδης γράφει ότι ο μεν Μπουρνιάς δεν ανεγνώριζεν τον Λυκούργον ως αρχηγόν, ο δε Λυκούργος μετεχειρίζετο τους Χίους ως κατακτημένους και τους εζήτει χρήματα. Αλλά και η στάση των προκρίτων δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Δεν έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση ούτε κατέβαλαν χρήματα ούτε συνέπραξαν για την κοινήν σωτηρίαν αλλά φρόντιζε ο καθένας να σώσει τον εαυτόν του[56]. «Ήταν κρίμα» γράφει ο Καστάνης, «να βλέπεις μία κοινωνία εκατόν ογδόντα χιλιάδων ανθρώπων να κινδυνεύει από διακοσίους τολμητίες»[57]. Και συνεχίζει: «Αυτή η τρομερή φάρσα επρόκειτο να δώσει τόπον εις μίαν τραγωδίαν, η οποία εξέθεσε τις αιματηρότερες σκηνές του αιώνος, ενώπιον της χριστιανοσύνης».
Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο κάστρο ετοιμάζονταν δεόντως σε αντίθεση με τον Λυκούργο στον οποίον κατά τον Μάμουκα «καθ' ημέραν ήρχετο στον εγκέφαλόν του εμποδιστικός στοχασμός, δια να δίδει καιρόν τω καιρώ δια τα τέλη όπου εκείνος ήξευρεν»[58].
Παρά το πάθος και τον πόθον των Χίων για ελευθερία η εικόνα της απωλείας ήταν φανερή σε όλους. Χαρακτηριστικά όσα γράφει ο Ανδρέας Μάμουκας: «ημείς δεν αποθέσαμεν την ελπίδα εις τον Θεόν, αλλ' αφήσαμεν την ελπίδα εις ανθρώπους, των οποίων αυτοψεί εβλέπομεν τας έριδας και ακαταστασίας, ανθρώπους, οίτινες και πριν ίδωσιν έτι ίχνος ή σκιάν της νίκης, εμάχοντο πώς θα μοιρασθούν την Χίον, ποίος να γνωρισθεί ηγεμών, και ποίος να ονομάζεται ο αρχιστράτηγος, ή χιλίαρχος...»[59].
Σε εκδίκηση των εξεγερθέντων έλαβε ο Σουλτάνος τα πρώτα μέτρα. Διέταξε τον φόνο τριών ομήρων από τη Χίο, των προκρίτων Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδ. Ράλλη καθώς επίσης 60 εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κων/λη[60].
30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη, ο Καρά-Αλής βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Χίου, με ισχυρότατον στόλον 34 πλοίων (46 κατά τον Κουτσονίκα), ενώ ματαίως το Μινιστέριον των ναυτικών ζητούσε την επομένην βοήθεια από τα ναυτικά νησιά[61].
Είναι συγκλονιστική και λεπτομερειακή η περιγραφή και οι πληροφορίες του Καστάνη. Σε τραγική κατάσταση οι κάτοικοι κατέφευγαν στην οικίαν του Άγγλου προξένου και κρύβονταν στο σταύλο της. Εν τω μεταξύ πρόλαβαν να δουν την κολοσσιαία τουρκικήν αρμάδα να προχωρεί, επτά πλοία και κορβέτες συνοδευόμενες από μικρότερα σκάφη και αναρίθμητες βάρκες. Ο βομβαρδισμός άρχισε. Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφονται από τον Καστάνη οι φρικαλεότητες που ακολούθησαν, που δεν μπορεί να συλλάβει ούτε η πιο τολμηρή φαντασία[62]. Οι Τούρκοι προχωρούσαν λυσσαλέα στο έργο της καταστροφής και της σφαγής. Εισήλθαν στο Λεπροκομείον της νήσου και κατέσφαξαν τους λεπρούς[63].
Και πάλιν χαρακτηριστικά τα λόγια του Μάμουκα: «κατ’ ακρίβειαν ποτέ κανείς δεν ήθελέ σε την ιστορήση, μόνος την εννοείς εάν συλλογισθής, ότι εκεί (εννοεί στην Χίο) η γη και ο ουρανός είδον να πράττωνται επάνω εις την ανθρωπότητα θηριωδέστερα των όσα εις τίγρεις, παρδάλεις και σ’ άλλα αιμοβόρα θηρία της Αφρικής υπαγορεύει η άλογος μανία κατά των ομοφύλων τους ζώων»[64].
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης «40 σαμιακά πλοία έφυγον όσον τάχιστα, μη θελήσαντες να δεχθούν κανέναν Χίον, μαζί τους»[65].
Οι Τούρκοι το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν και επεδόθησαν στο έργο της λεηλασίας, της πυρπόλησης, της σφαγής. Αποτεφρώθηκε και η ωραία Βιβλιοθήκη του Σχολείου με όλην την οικοδομήν και φυσικά το τυπογραφείον και σκότωσαν τον Γερμανό Τυπογράφο[66]. Προχώρησαν στη συνέχεια στον Κάμπο με τα αρχοντικά και σκότωναν όσους Χίους συναντούσαν, ρίπτοντας άλλους στη θάλασσα, άλλους στα όρη[67]. Σε όποιον δρόμον κι' αν εβάδιζε κανείς, σπανίως έβλεπε δύο λεπτών διάστημα κενόν, απότιστον από αίμα χωρίς να απαντήσει πτώματα το εν μετά το άλλο[68].
Αντίσταση γενναία προέβαλαν οι κάτοικοι του Βροντάδου και των Καρδαμύλων[69]. Εβραίοι, Αρμένιοι, Φράγκοι, ενέπαιζαν τους δυστυχείς Χίους συμπράττοντες με τους Οθωμανούς και χλευάζοντες τους άτυχους κατοίκους:«Ελευθερία, ελευθερία, πάρε την ελευθερία σου από το γιαταγάνι»[70]. Οι Εβραίοι βοηθούν τους Τούρκους στην ανακάλυψη και σφαγή των αθώων Χίων. Μερικοί αιχμάλωτοι διατηρούνται για να λειτουργούν σαν οδηγοί υπό την απειλή του θανάτου. Η τυχαία άφιξη του ναυάρχου Τομπάζη συνέβαλε στη διάσωση πολλών ψυχών[71].
Ο ναύαρχος της Υψηλής Πύλης, σχεδίασε ένα άλλο απαράμιλλο, σατανικό θα λέγαμε τέχνασμα. Συγκάλεσε τους Ευρωπαίους προξένους και τους παρεκάλεσε να αναγγείλουν δημόσια την κατάπαυση της σφαγής όλων των Χίων, προτρέποντάς τους να βγουν από τους κρυψώνες τους, να επιστρέψουν στις πόλεις και στα χωριά τους. Ατυχώς οι πρόξενοι δέχθηκαν τον προδοτικό ρόλο και σηκώνοντας τις σημαίες τους περιφέρονταν πάνω από όλο το νησί προσεγγίζοντας τα σπήλαια, τους βράχους και μέρη απόκρημνα, σαλπίζοντας την ευσπλαχνία των Μουσουλμάνων. Οι δυστυχείς Χίοι χαίροντες ότι θα σώζονταν τουλάχιστον από τη σφαγή, και έχοντας εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των προξένων εμφανίστηκαν στέλλοντας συγχρόνως επτακοσίους προύχοντες να προσκυνήσουν τον ναύαρχο, ελπίζοντας ότι θα σταματούσε η σφαγή από εκείνη τη νύχτα. Ατυχώς την ίδια νύχτα ο ναύαρχος κρέμασε και τους επτακοσίους προκρίτους από τα κατάρτια του στόλου και έδωσε το σήμα για τη σφαγή όλων όσοι είχαν εμφανισθεί και παρέδωσαν τις περιουσίες τους[72].
Την Κυριακή του Πάσχα η εχθρική δύναμη, 15000 συνολικά άνδρες, κατά τον Σπηλιάδη 13000, προχώρησαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, κατέσφαξαν και πυρπόλησαν 5000 Χίους[73]. Μερικά από τα κρανία των σφαγιασθέντων, σημαδεμένα με άγρια πλήγματα, μεταφέρθηκαν από ταξιδιώτες ακόμα και στην Αμερική, ένα από αυτά τα κρανία, μας αναφέρει ο Καστάνης, βρίσκεται στην κατοχή του Dr. Barren στη Βοστώνη[74].
Στη συνέχεια οι Τούρκοι μετέβησαν στο Βυζαντινό Μοναστήρι της Νέας Μονής, το οποίο κτίσθηκε από τον Κων/νο το Μονομάχο και σφαγίασαν δύο χιλιάδες τριακοσίους Χίους[75]. Ο περικαλλής ναός εκάη και οι θησαυροί ηρπάγησαν[76].
Οι Τούρκοι αξιωματικοί επεδόθησαν στο έργο καταγραφής του ημερολογίου της τυραννίας, αποκόπτοντας τα αυτιά από τα κεφάλια των σφαγιασθέντων για να σταλούν διατηρημένα στην άλμη, σε βαρέλια, που θα στέλλονταν στο Σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους εκκλησιαστικούς ή πολιτειακούς άρχοντες. Ο κάθε σφαγέας έπαιρνε αμοιβή για κάθε χίλια διακόσια κεφάλια[77].
Οι νέοι Χίοι έπεσαν ως μάρτυρες, προτιμώντας ένα δοξασμένο θάνατο από μια άχαρη αποστασία. Γονατίζοντας ο κάθε μάρτυρας αναφωνούσε: «Μνήσθητί μου Κύριε». Ενώ έλεγε αυτά τα λόγια το γιαταγάνι έπεφτε επάνω στο λαιμό του[78].
Στη συνέχεια ο ναύαρχος προέβη στις 4 Μαΐου στην εκτέλεση των ομήρων που είχε συλλάβει. Ανέβασαν στο ικρίωμα τον Αρχιεπίσκοπο Πλάτωνα Φραγκιάδη και άλλους πενήντα, τα πτώματα των οποίων προθυμοποιήθηκαν οι Εβραίοι να ρίξουν στη θάλασσα[79].
Ο Ανδρέας Μάμουκας μας διέσωσεν ονομαστικόν κατάλογον των θυμάτων με περισσότερες πληροφορίες γι' αυτούς[80]. Βεβαίως και οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι αφού ενέσκυψε πανώλη και μερικά ζώα έγιναν ιδιαζόντως δηκτικά. Γέμισε η Χίος από ποντικούς και γάτες που τρέφονταν από τα πτώματα. Οι γάτες μάλιστα τρελλάθηκαν, διότι κατελήφθησαν από ένα είδος υδροφοβίας και το δείγμα τους ήταν θανατηφόρο δηλητηριασμένο[81].
Το μέγα κακόν εις βάρος της Χίου συνετελέσθη εντός των μηνών Απριλίου – Μαΐου 1822, ώστε η νήσος κατέκειτο πλέον εις σωρόν ερειπίων. Η συμφορά της συνεκίνησεν όλον τον πολιτισμένον κόσμον και έγινεν αφορμήν να πυκνωθεί το υπέρ της Ελλάδος φιλελληνικόν ρεύμα. Δεν είναι μόνον ο θαυμάσιος πίνακας του Ντελακρουά και το ποίημα “Το Ελληνόπουλο” του Βίκτωρος Ουγκώ. Πλήθος περιηγητών επισκέφθηκαν την Χίο μετά τη καταστροφή και μας δίνουν συγκλονιστικές περιγραφές. Η συμφορά της Χίου απησχόλησε την επιστήμην, την τέχνη, την δημοσιογραφίαν χάριν ενημερώσεως της διεθνούς κοινής γνώμης και ευαισθητοποίησεν τα Κοινοβούλια αρκετών χωρών[82]. Εξάλλου οι πολύτιμες ιστορικές ειδήσεις από αφηγήσεις αυτοπτών επιζώντων που συγκεντρώθηκαν από τον Στυλιανόν Βίον και άλλους Χίους ελέχθη ότι έχουν την ίδια συγκινησιακή ένταση και ζωντάνια με τις παραστάσεις του πίνακα του Ντελακρουά[83].
Βεβαίως ο γενναίος Ψαριανός ναυτικός, Κων/νος Κανάρης με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας εκδικήθηκε την καταστροφή της Χίου[84], γεγονός όμως που όξυνε την εκδικητικότητα των Τούρκων, αφού επήραν εννιακοσίους φυλακισμένους από τις υπόγειες φυλακές του φρουρίου και τους θανάτωσαν[85].
Ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, Αδαμάντιος Κοραής, συγκλονισμένος από την καταστροφή της Χίου, τις σφαγές και τις αιχμαλωσίες Χίων, γράφει στον Εθνικό ευεργέτη Βαρβάκη: «Η τελευταία σου επιστολή 24 Μαΐου ήλθε εις καιρόν ότε είχα χρείαν παρηγορίας δια να μη σχάσω από το κακόν μου δια την απαρηγόρητον και απροσδόκητον συμφοράν της Χίου, την οποίαν ακόμη αυτού δεν εγνώριζες...». Στη συνέχεια ζητεί εκλιπαρώντας την χρηματικήν βοήθειαν του Βαρβάκη, για την απελευθέρωση των Χίων αιχμαλώτων: «Τούτους όλους», γράφει, «φαντάσου ότι τους έχεις έμπροσθέν σου αλυσσοδεμένους, θρηνούντας και ζητούντας από τον Βαρβάκην βοήθειαν... Ενθυμείσαι, φίλε μου, ότι μία από τας αγαθοεργίας, δια τας οποίας ο Θεός ελέους και οικτιρμών βάλλει τους ελεήμονας εις τα δεξιά Του, είναι το “εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με...”. Σώσε, φίλε μου, από τον πειρασμόν της τυρανικής ασελγείας και της ασεβούς θρησκείας όσους δυνηθείς...». Αλλ' όμως η απάντηση του Βαρβάκη είναι αρνητική. Ο μεγάλος ευεργέτης έχει εξαντλήσει τις οικονομικές του δυνατότητες. Ο Κοραής δεν πτοείται. Ορθώνει τη φωνή της καρδιάς του ισχυρότερη, δραματικότερη και εκλιπαρεί αυτός ο διαπρεπής λόγιος, ο ζητιάνος χάριν της πατρίδος, βοήθειαν: «Εάν ακριβέ μου φίλε, γράφει, μετά την εξέτασιν βεβαιωθείς ότι δύνασαι ακόμη να βοηθήσεις τους αναστενάζοντας αιχμαλώτους αδελφούς μας, πρόσεχε (σε το λέω με δάκρυα εις τους οφθαλμούς), πρόσεχε δια τους οικτιρμούς του Θεού, μή τους στερήσεις την βοήθειαν ταύτην, δια να μη χάσεις τον μισθόν όλων των περασμένων σου καλών έργων, αλλά στείλε πάραυτα εις βοήθειαν ή αργύρια, εάν αγαπάς... εάν περισσεύει τίποτε, δια να θεραπεύσεις τας πληγάς της πατρίδος μας, δεν σου το ζητώ εγώ. Φαντάσου ότι βλέπεις τον Χριστόν, επάνω εις τον Σταυρόν βρεγμένον με τα αίματά του και φωνάζοντας προς σε, τα πατρικά τούτα λόγια: “Υιέ μου Βαρβάκη, πολλαί χιλιάδες αιχμαλώτων βαπτισμένων εις το όνομά μου, κινδυνεύουν την ώραν ταύτην να με αρνηθώσεν και να ευαγκαλισθώσιν την βδελυράν θρησκείαν του Μωάμεθ. Ιδού ο καιρός, βαπτισμένε εις το όνομά μου, αγαπητέ υιέ, να σώσεις τους βαπτισμένους αδελφούς σου από τον τουρκικόν μολυσμόν”»[86].
Το 1801 ο Κοραής γράφοντας στον Κοντόσταυλο σημείωνε μεταξύ άλλων: «Η ηλικία μου δεν συγχωρεί να ελπίζω τα αδύνατα, να ιδώ τον αφανισμόν των τυράννων της Ελλάδος. Παράγγειλε όμως κανέναν από τους εγγονούς σου, αν κατά τύχην έλθει εις Παρισίους, να ζητήσει τον τάφον μου και να φωνάξη τρις: “Ηλευθερώθη η Ελλάς από το άνομον Έθνος”»[87]. Αλλ' ο Κοραής έζησε και είδε τους καρπούς των μόχθων του, είδεν ό,τι επόθησε οραματίσθηκε.
Οι ειδήσεις που αρυόμεθα από το πλήθος των ιστορικών πηγών και από την παγκόσμια βιβλιογραφία για τα γεγονότα της Χίου κατά την Επανάσταση συγκλίνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και μιλούν με συμπάθεια για την τραγική αυτή σελίδα της Ιστορίας.
Ο Βαχίτ Πασάς, τοποτηρητής της Χίου το 1822, στα απομνημονεύματά του εξιστορεί τα των σφαγών της καταστροφής της νήσου κατά τρόπον ωμόν και ανάλγητον, ισχυριζόμενος ότι και ο πασάς εζημιώθη τον κεφαλικόν φόρον[88].
Αρνητική είναι και η τοποθέτηση του Prokesch – Osten, ο οποίος καταλογίζει ευθύνην για την καταστροφή της νήσου στους κατοίκους της, διότι όπως ισχυρίζεται οι Χίοι έσφαξαν Μουσουλμάνους αγνοήσαντες την περί επιεικείας υπόσχεσην του σουλτάνου, ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Επιπλέον χαρακτηρίζει τους ομήρους ως κατασκόπους[89].
Ανάλογη αρνητική είναι η στάση των Τούρκων ιστοριογράφων και συγκεκριμένα του Τούρκου ιστορικού Δζεβδέτ, ο οποίος προσπαθεί να παρέλθει εν σιγή τις σφαγές[90].
Απομένει η περαιτέρω αξιοποίησή των παραπάνω από τους ιστορικούς. Το 1822 κατά τον Ουγκώ: «Η Χίος τ' ολόμορφο νησί μαύρη απομένει ξέρα». Το 1881 με τον μεγάλο σεισμό η Χίος ισοπεδώθηκε. Εν έτει 2012 κατεκάη το 80% της βλάστησής του και στέγνωσε το δάκρυ στα μαστιχόδεντρα.
Οι Χίοι, φίλεργοι, άνθρωποι με αγάπη στα γράμματα, στις τέχνες και το πολιτισμό με την αδάμαστη θέλησή τους κάθε φορά που η Χίος καταστρέφεται, κατορθώνουν να την αναδείξουν και πάλιν «ως την καλλίστην της εμπορίας και φιλεργίας και φιλομουσίας εστίαν»[91].
[1] Βλ. Μαρία Γ. Γιατράκου, Αναλυτική Βιβλιογραφία περί της Επαναστάσεως και Καταστροφής της Χίου, 21ος τόμος Δελτίου Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος και ανάτυπον, Αθήνα 1978
[2] Φιλίππου Π. Αργέντη, The massacres of Chios described in contemporary diplomatic reports, England 1932.
Του ιδίου, The expedition of Colonel Fabrier to Chios... Oxford 1933.
The expedition of the Florentines to Chios (1599) described in contemporary diplomatic reports and military dispatches..., London 1934, Bibliography of Chios from classical times to 1936, Oxford 1935.
The costumes of Chios. Their development from the XVth to the XXth century, London 1953.
Libro d' oro de la noblese de Chio.... Vol, 1, 2, 1 : Notices historiques 2. Arbres généalogiques. London 1955.
The occupation of Chios by the Genoese and their administration of the island 1346-1566 described in contemporary documents and official dispatches by Philip P. Argenti..., Vol. I-III. Vol. 1: Text, Vol. II Codex and documents Vol. III Notarial deeds, Cambridge 1958.
The occupation of Chios by Germans and their administration of the island, Described in contemporary documents..., Cambridge 1966.
The Religious minorities of Chios, Jews and Roman Catholics..., Cambridge 1970.
Diplomatic Archive of Chios 1577-1841 Vol. I-II, Cambridge 1954.
Arnold C. Smith, The architecture of Chios..., edited by Philip P. Argenti, London 1962.
The Folk-lore of Chios Vol. I-II.
Φίλιπ Π. Αργέντης και Στίλπων Π. Κυριακίδης, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς..., τομ. 1-3, Αθήναι 1946.
[3] Ιωάννου Βλαχογιάννη, Χιακόν Αρχείον, τ.τ. Λ'-Ε', Αθήνα 1910.
[4] Άμαντος Κ., Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον και το χιακόν τοπωνυμικόν, Αθήναι, 1926.
Τα γράμματα εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν 1566-1822, Πειραιεύς, 1946.
[5] Στεφ. Δ. Καββάδας, Οι κώδικες της Χίου, Μερ. Α', Χίος 1950.
Τα κατά την εορτήν του Συλλόγου Αργέντη και ο κατάλογος του εν τω Μουσείω του αντικειμένων..., Αθήναι 1938.
Λεωνής Κολβοκορέσης. «Ένας Χίος ευπατρίδης», Χίος 1965.
Από την τοπικήν εκκλησιαστικήν ιστορίαν. Ο Άγιος Ιάκωβος, (Ανάτυπον εκ του περιοδικού ο «Εθνομάρτυς Πλάτων», αρ. 158.
Νοταριακοί κώδικες της Βολισσού Χίου (Πρόλογος έγγραφα) Τομ. Α'-Β', Αθήναι 1966, 67.
Ο Παπατρέχας του Αδ. Κοραή..., Αθήναι 1968, (Ανάτυπον εκ της «Χιακής Επιθεωρήσεως», τευχ. 17-18, σσ. 3-8).
Ο Αρχιμανδρίτης Νίκανδρος Φιλάδελφος – Γεωργιάδης, Χρονικόν της εν Χίω γυμνασιαρχίας του. Ανάτυπον εκ της «Χιακής Επιθεωρήσεως», τευχ. 32ον, Αθήναι 1973.
Αρμολούσικα..., Αθήναι 1976.
Τα ιατρικά βιβλία του Κοραή..., α.τ. α.ε.
Γεώργιος Ι. Ζολώτας, Ιστορία της Χίου, τ. Γ', σσ. 501-502.
[6] Βλ. υποσημ. 2 σελίδας 1, ο.π.
Α.Ν. Παχνού «Χίος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, σσ. 615-616.
Ανδρέου Ζ. Μάμουκα, «Παράγραφος Γραφής ενός Γραικού Α. προς τον φίλον του Ν. περί της Χίου», Γ' Χιακόν Αρχείον Ιω. Βλαχογιάννη, τ. Α', σ. 304.
[7] Βλ. σχετικά, Χριστόφορος Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας Εξόριστος (μετάφραση Χρήστου Γ. Γιατράκου), Αθήνα 2001, εκδόσεις «Επικοινωνίες Α.Ε.»
[8] Βλ. Μαρία Γ. Γιατράκου, Αναλυτική βιβλιογραφία..., ο.π.
[9] Κ. Οικονόμου, Λόγος περί προσευχής, σελ. 182 (περιέχεται στη συλλογή των εκκλησιαστικών του λόγων).
[10] Henry Albertson van Post, A visit to Greece and Constantinople in the years 1827-1828, Νέα Υόρκη 1830, σελ. 274-301, στο Φιλ. Αργέντης – Στιλπ. Κυριακίδης, Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και περιηγηταίς, ΙΗ' αιών, Αθήνα 1946, τ. Γ', σελ. 1863.
[11] Karl von Hailbronner, Ηorgeland und Abendlund, Bilder von der Donau, Στουτγάρδη – Τυβίγγη 1845, σσ. 119-124, στον Φιλ. Αργέντη – Στίλπωνα Κυριακίδη, Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις..., τ. Γ', ο.π., σελ. 1865
[12] ο.π., σελ. 1867
[13] ο.π., σελ. 1867, 1868
[14] Fritz von Farknheid, Reise durch Griechnland, Klein – Asien, die Troische Ebene, Constantinopel, Rom und Sicilien, Konigsberg 1875 (Αργέντης – Κυριακίδης), ο.π., σελ. 1874
[15] Νίκος Σβορώνος, Μία αναδρομή στην ιστορία του αιγαιακού χώρου, «Το Αιγαίο επίκεντρο του ελληνικού πολιτισμού», Αθήνα, χ.χ., σελ. 63
[16] Βλ. Pl. Kastanis, The Greek Exile or a narrative of the captivity and escape of Christoforus Plato Castanis, during the massacre on the island of Scio, by the Turks, together with various adventures in Greece and America, written by himself, Philadelphia 1851 and History of the massacre of Greece on the island of Scio, by the Turks with various adventures in Greece and America, by Ch. P. Castanis, Philadelphia 1853. Χρ. Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας Εξόριστος, μεταφρ. Χρήστου Γ. Γιατράκου, Αθήνα 2001, σελ. 31
[17] Marie Louis Comte de Marcellus, Episodes litteraires en Orient, Παρίσι 1851, σελ. 64 (Βλ. σχετικά Αργέντης – Κυριακίδης), τ. Β', σελ. 9,64.
[18] Hans Müller, Griechische Reise und Studien, Λειψία 1887, Αργέντης – Κυριακίδης, [τ. Γ'], ο.π., σελ. 1887.
[19] ο.π., σελ. 1877
[20] Βλ. Μαρία Γ. Γιατράκου,Αναλυτική βιβλιογραφία περί της επαναστάσεως και καταστροφής της Χίου(1822),ο.π., σελ. 4.
[21] Hans Müller, Φιλ. Αργέντη – Στιλπ. Κυριακίδη, ο.π., τ. ΙΗ', σελ. 1877
[22] Βλ. Jean de Countant Biron (Αργέντης – Κυριακίδης, Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και περιηγηταίς), ο.π., σελ. 135
[23] George Waddington, A visit to Greece in 1823 and 1824, Λονδίνον 1825, σσ. 17-32. (το απόσπασμα προέρχεται από τη β' έκδοση του έργου Φιλ. Αργέντη – Στιλπ. Κυριακίδη, ο.π., τ. Γ', σελ. 1851).
[24] Βλ. Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Παράγραφος γραφής ενός Γραικού Α' προς τον φίλον του Ν., περί της καταστροφής της Χίου, αυτοτελές, Σμύρνη 31 Οκτωβρίου 1822, σελ. 4 και η πρώτη μορφή αφηγήσεως περιέχεται εις το Χιακόν Αρχείον τ. Γ', Αθήναι 1924, σσ. 259-319.
[25] Το αντίτυπο του βιβλίου που βρίσκεται στην British Library του British Museum, στο Λονδίνο φέρει κωδικό αριθμό 10630, α8, το ευρισκόμενο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος έχει τα χαρακτηριστικά Ιστ. 826 και το ευρισκόμενο στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη φέρει κωδικό καταλογράφησης Ind. 270.
[26] History of the massacre of the Greeks on the island of Scio by the Turks with various adventures in Greece and America, by C.P. Castanis, Philadelphia 1853
[27] Βλ. σχετικά Χρ. Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας Εξόριστος, μετάφραση Χρήστου Γ. Γιατράκου, Αθήνα 2001, σελ. 16,17,18 (εκδόσεις “Επικοινωνίες”).
[28] Βλ. Μαρία Γ. Γιατράκου, Εισαγωγή και μετάφραση του Δ' Κεφαλαίου, από το βιβλίο του Χρ. Καστάνη, History of the massacre of the Greeks...Philadelphia 1853, ο.π. και ανάτυπον, Αθήνα 1977, σελ. 5 και 6.
[29] Βασίλειος Σφυρόερας, Η Επανάσταση κατά το 1822. Η Επανάσταση στη Χίο, Ι.Ε.Ε.Ε. (Ιστορία Ελληνικού Έθνους Εκδοτικής), τ. ΙΒ', Αθήνα 1975, ο.π., σελ. 244.
[30] Βλ. σχετικά, Hans Müller, ο.π., (Φιλ. Αργέντη – Στιλπ. Κυριακίδη, ο.π., σελ. 1877).
[31] Βλ. Μαρία Γιατράκου, Ειδήσεις περί της Επαναστάσεως της Χίου (1822), Ανάτυπον από τον 22ο τόμο του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Αθήναι 1979, σελ. 171.
[32] Βλ. Βασίλειο Σφυρόερα, ο.π.
[33] Νικόλαος Σωτ. Κρουσουλούδης, Ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 102-103.
[34] ο.π., σελ. 103.
[35] Βασ. Σφυρόερας, ο.π., σελ. 244.
[36] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Παράγραφος γραφής ενός Γραικού Α προς τον φίλο του Ν...περί της Καταστροφής της Χίου, Σύρος 1834, σελ. 4-5. πρώτη μορφή αφηγήσεως περιεχομένη εις το Χιακόν Αρχείον, τ. Γ', Αθήναι 1924, σελ. 259-319.
[37] ο.π., σελ. 5.
[38] Βασ. Σφυρόερας, ο.π.
[39] Βασ. Σφυρόερας, ο.π., Η Επανάστασις κατά το 1822, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ' (1975), σελ. 212-288.
[40] ο.π.
[41] Μαρία Γ. Γιατράκου, Είδησεις περί της Επαναστάσεως της Χίου, ο.π., σελ. 175.
[42] Βασ. Σφυρόερας, ο.π.
[43] ο.π.
[44] Μαρία Γ. Γιατράκου, ο.π.
[45] Βασ. Σφυρόερας, ο.π.
[46] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, ο.π., σελ. 6.
[47] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, ο.π.
[48] Μαρία Γ. Γιατράκου, ο.π., σελ. 175.
[49] Βασ. Σφυρόερας, ο.π.
[50] ο.π.
[51] ο.π.
[52] Μαρία Γ. Γιατράκου, ο.π., σελ. 176.
[53] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, ο.π., σελ. 7 και 8.
[54] Μαρία Γ. Γιατράκου, ο.π.
[55] Βασ. Σφυρόερας, ο.π.
[56] ο.π.
[57] Μ. Γιατράκου, ο.π.
[58] Α. Μάμουκας, ο.π., σελ. 10.
[59] Α. Μάμουκας, ο.π., σελ. 11.
[60] Βασ. Σφυρόερας, ο.π.
[61] ο.π.
[62] Βλ. Χρ. Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας Εξόριστος (μετάφραση Χρήστου Γ. Γιατράκου), ο.π., σελ. 39,40.
[63] Χρ. Καστάνης, ο.π.
[64] Α. Μάμουκας, ο.π., σελ. 2.
[65] ο.π., σελ. 13.
[66] Αθανάσιος Ι. Γκιάλας, Η τυπογραφία εις την Χίον και τα Ψαρά κατά τους χρόνους του αγώνος, «Χιακή Επιθεώρηση», Θ' (1971), σ.σ. 6,10.
[67] Α. Μάμουκας, ο.π., σελ. 14-16.
[68] ο.π., σελ. 16.
[69] ο.π., σελ. 16-17.
[70] Βλ. αφήγηση Χρ. Πλ. Καστάνη, εις Μαρία Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις περί της αιχμαλωσίας, των σφαγών, του εξισλαμισμού των Χίων κατά των καταστροφών της νήσου υπό των Τούρκων (1822) και περί του ρόλου των Ευρωπαίων προξένων, «Χιακά Χρονικά», τ. ΙΑ', Αθήναι 1979 και αυτοτελές ανάτυπον, Αθήνα 1980, σελ. 27.
[71] ο.π., σελ. 38-39.
[72] Βλ. αφήγηση Χρ. Πλ. Καστάνη, εις Μαρία Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις περί της αιχμαλωσίας, των σφαγών, του εξισλαμισμού των Χίων κατά των καταστροφών της νήσου υπό των Τούρκων (1822) και περί του ρόλου των Ευρωπαίων προξένων, «Χιακά Χρονικά», τ. ΙΑ', Αθήναι 1979 και αυτοτελές ανάτυπον, Αθήνα 1980, σελ. 39.
[73] ο.π. και Βασ. Σφυρόερας, ο.π., σελ. 241.
[74] Βλ. Χρ. Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας Εξόριστος (μετάφραση Χρήστου Γ. Γιατράκου), ο.π., σελ. 67.
[75] ο.π. - Βλ. Χρ. Πλ. Καστάνης, ο.π., σελ. 39, - Ανδρέα Μάμουκα, ο.π., σελ. 19, - Μαρία Γ. Γιατράκου, Από την Ιστορία των Σφαγών της Χίου, ο.π., σελ. 15.
[76] ο.π., σελ. 30.
[77] Μαρία Γ. Γιατράκου, Από την Ιστορία των Σφαγών της Χίου, ο.π., σελ. 15.
[78] ο.π., σελ. 15.
[79] Χρ. Καστάνης, υπό Μαρίας Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις περί της αιχμαλωσίας..., ο.π., σελ. 40.
[80] Βλ. Ανδρέας Μάμουκας, ο.π., σελ. 26 κ.ε.
[81] Μαρία Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις από την καταστροφή της Χίου (1822) και την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (Μετάφραση από το βιβλίον του Χριστ. Πλ. Καστάνη, Έλληνας Εξόριστος), Ανάτυπον από τον περιοδικόν “Παρνασσός”, τομ. ΚΗ' (1986), σελ. 560, 563, 564 κ.ε.
[82] Βλ. Μαρία Γιατράκου, Αναλυτική βιβλιογραφία περί της Επαναστάσεως και Καταστροφής της Χίου, ανάτυπον, ο.π., σελ. 4-5.
[83] Στυλιανός Γ. Βίος, Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του Χιακού Λαού, Χίος 1921, σελ. 5.
[84] Μαρία Γιατράκου, Ειδήσεις από την Καταστροφή της Χίου (1822) και την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κων/νο Κανάρη, ο.π., σελ. 559.
[85] ο.π.
[86] Βλ. σχετικώς, Απ. Β. Δασκαλάκη, Ο Αδαμάντιος Κοραής και η Ελευθερία των Ελλήνων, σ.σ. 312-317 και Μαρία Γ. Γιατράκου, Επιστολών Αδαμαντίου Κοραή απανθίσματα, Περιοδικόν “Η Δράσις”, Απρίλιος 1979, σ.σ. 52-53.
[87] ο.π.
[88] Βαχίτ Πασάς, Απομνημονεύματα πολιτικά του Βαχίτ Πασά, πρέσβεως εν Παρισίοις το 1802, Ρεΐζ Εφέντη τω 1808 και τοποτηρητού της Χίου τω 1822, εξ ανεκδότου τουρκικού ιδιοχειρογράφου ελευθέρως μεταφρασθέντα και σημειώσει συνοδευθέντα υπό Δ.Ε.Δ., Σύρος 1861, σ.σ. 51-98.
[89] Anton Freihenn von Prokesch – Osten, Geschichte des Abfalls der Griechen vom Türkischen Reiche im Jahre 1821 und der Gründung des Hellenischen Königreiches. Aus diplomatischen standpuncte, Βιέννη 1867, σ.σ. 148-150 και Anton Prokesch – Osten, Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του Ελληνικού βασιλείου, διπλωματικώς εξεταζομένης, συγγραφείσα μεν υπό Αντ. Πρόκες – Όστεν, μεταφρασθείσα δ' εκ του γερμανικού πρωτοτύπου υπό Γ. Εμμ. Αντωνιάδου, τ. Α', Αθήνα 1968, σ.σ. 188-189.
[90] Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή προς τους Έλληνας ιστορικούς, Αθήναι 1960, σ.σ. 269-272.
[91] Κ. Οικονόμου, Λόγος περί προσευχής, σελ. 182 (εν τη συλλογή των εκκλησιαστικών αυτού λόγων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου